Ο Κόλιας και ο Φώντας! Δύο Έλληνες! Κλασικές φιγούρες! Ακόμη και τα ονόματά τους και το ντύσιμό τους παραπέμπουν στην κουλτούρα των Βαλκάνιων, αρχές της δεκαετίας του ΄70. Κατακαλόκαιρο, νωρίς το μεσημέρι, στην αυλή ενός τυπικού μικροαστικού σπιτιού, σε γειτονιά της Αθήνας.
Το απόλυτο σκηνικό για το στήσιμο της “μεγάλης μπίζνας”. Αυτής που θα βγάλει τους μεροκαματιάρηδες από το καβούκι τους. Στο κυνήγι του χρήματος και της επίπλαστης σαγήνης της μεγάλης ζωής. Αυτά που θα τους γλιτώσουν από τη βαρετή και μίζερη καθημερινότητά τους.
Το έργο περιγράφει γλαφυρότατα τη νοοτροπία του Νεοέλληνα που προέκυψε μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά. Η χαμένη αθωώτητα. Όχι όμως μόνο της νιότης, αλλά και του ταλαιπωρημένου και βασανισμένου βιοποριστή.
Ο Δημήτρης Κεχαΐδης ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχους σύγχρονους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Κατάφερε να αποδώσει τη ρουτίνα της μικροαστικής τάξης, φτάνοντας στον πυρήνα της και αναλύοντας τα χαρακτηριστικά της με έντονες ψυχικές και συναισθηματικές εναλλαγές, χρησιμοποιώντας μόνο την απλή Ελληνική γλώσσα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι έργα του Κεχαΐδη ανέβηκαν και συνεχίζουν ν΄ανεβαίνουν σε μερικές από τις μεγαλύτερες Αθηναϊκές σκηνές.
Νέα πρόταση, λοιπόν, από τον Πέρη Μιχαηλίδη, ο οποίος ανέλαβε και τη σκηνοθεσία του έργου. Λιτό σκηνικό με πρωταγωνιστικό ρόλο το χειροποίητο τάβλι. Ο ήχος του συναρπαστικός. Μας γύριζε πίσω αρκετά χρόνια, τότε που το ζάρι κι ο καφές ήταν απαραίτητα μετά τη μεσημεριάτικη σιέστα... Και κάπου ανάμεσα στα ασσόδυα και τις εξάρες, ακατάπαυστη φλυαρία. Ασύνδετη, αρκετές φορές, μιας και οι δύο φουκαριάρηδες ήρωες είχαν διαφορετικά όνειρα και φιλοδοξίες. Με μόνο κοινό παρονομαστή τη ματαιότητα των σχεδίων τους. Ο Μιχαηλίδης κατάφερε να μεταφέρει στη σκηνή όλο το λαϊκό συναίσθημα, χωρίς όμως να το ευτελίσει και να το χλευάσει. Δεν επενέβην απολύτως στο γλωσσικό ύφος, στον αέρα του κειμένου, αλλά και των ηρώων του, αφήνοντας ελεύθερο ένα έργο με βαθιές κοινωνικές προεκτάσεις.
Μεγάλη επιτυχία η σκηνική συμπόρευση των δύο ηθοποιών. Η διαφορετική θωριά-κοψιά τους προκαλεί τρομερή αντίθεση με τη διαφορετικότητα των χαρακτήρων τους και του τρόπου σκέψης τους. Πρόσωπα οικεία. Τα έχουμε δει παντού, τα βλέπουμε ακόμα και σήμερα, ίσως πιο φινετσάτα.
Κουτοπόνηρος ο Φώντας, αλλά και εύπιστος, επιπόλαιος, αξιοθρήνητος. Ο Πέρης Μιχαηλίδης παίζει ανάλαφρα το ρόλο του ανθρώπου, που θέλει, σχεδιάζει, τολμά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μπαίνει εύκολα κι ευχάριστα στο ρόλο του «wannabe» μικρού απατεωνίσκου, προκαλώντας άφθονες στιγμές απροσποίητου χαμόγελου.
Αφελής ο Κόλιας. Βαριεστημένος, κουρασμένος και μάλλον περισσότερο αποχαυνωμένος από τη ζωή του, παρά από την υψηλή καλοκαιρινή θερμοκρασία. Δεν μεμψιμοιρεί για την κατάστασή του, είναι γεννημένος μερικώς αποτυχημένος. Ιδανικός ο Φίλιππος Σοφιανός στο δικό του ρόλο. Κατασκεύασε ιδεωδώς το καλούπι του ήρωά του, που έχει συμβιβαστεί απολύτως με τη ζωή του και τη μοίρα του, αλλά κάπου - στην άκρη του φτωχού μυαλού του - μπερδεύει την προσωπική φιλία και το φιλότιμο με την εκμετάλλευση.
Αν δεν ήταν ήρωες ενός θεατρικού έργου, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι καρικατούρες ενός επίκαιρου σουρεαλιστικού κοινωνικού περιβάλλοντος.
Ωραία παράσταση, ευχάριστη και καθόλου επιτηδευμένη.
Της Βικτώριας Πέππα, 8/10/18
Το απόλυτο σκηνικό για το στήσιμο της “μεγάλης μπίζνας”. Αυτής που θα βγάλει τους μεροκαματιάρηδες από το καβούκι τους. Στο κυνήγι του χρήματος και της επίπλαστης σαγήνης της μεγάλης ζωής. Αυτά που θα τους γλιτώσουν από τη βαρετή και μίζερη καθημερινότητά τους.
Το έργο περιγράφει γλαφυρότατα τη νοοτροπία του Νεοέλληνα που προέκυψε μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά. Η χαμένη αθωώτητα. Όχι όμως μόνο της νιότης, αλλά και του ταλαιπωρημένου και βασανισμένου βιοποριστή.
Ο Δημήτρης Κεχαΐδης ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχους σύγχρονους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Κατάφερε να αποδώσει τη ρουτίνα της μικροαστικής τάξης, φτάνοντας στον πυρήνα της και αναλύοντας τα χαρακτηριστικά της με έντονες ψυχικές και συναισθηματικές εναλλαγές, χρησιμοποιώντας μόνο την απλή Ελληνική γλώσσα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι έργα του Κεχαΐδη ανέβηκαν και συνεχίζουν ν΄ανεβαίνουν σε μερικές από τις μεγαλύτερες Αθηναϊκές σκηνές.
Νέα πρόταση, λοιπόν, από τον Πέρη Μιχαηλίδη, ο οποίος ανέλαβε και τη σκηνοθεσία του έργου. Λιτό σκηνικό με πρωταγωνιστικό ρόλο το χειροποίητο τάβλι. Ο ήχος του συναρπαστικός. Μας γύριζε πίσω αρκετά χρόνια, τότε που το ζάρι κι ο καφές ήταν απαραίτητα μετά τη μεσημεριάτικη σιέστα... Και κάπου ανάμεσα στα ασσόδυα και τις εξάρες, ακατάπαυστη φλυαρία. Ασύνδετη, αρκετές φορές, μιας και οι δύο φουκαριάρηδες ήρωες είχαν διαφορετικά όνειρα και φιλοδοξίες. Με μόνο κοινό παρονομαστή τη ματαιότητα των σχεδίων τους. Ο Μιχαηλίδης κατάφερε να μεταφέρει στη σκηνή όλο το λαϊκό συναίσθημα, χωρίς όμως να το ευτελίσει και να το χλευάσει. Δεν επενέβην απολύτως στο γλωσσικό ύφος, στον αέρα του κειμένου, αλλά και των ηρώων του, αφήνοντας ελεύθερο ένα έργο με βαθιές κοινωνικές προεκτάσεις.
Μεγάλη επιτυχία η σκηνική συμπόρευση των δύο ηθοποιών. Η διαφορετική θωριά-κοψιά τους προκαλεί τρομερή αντίθεση με τη διαφορετικότητα των χαρακτήρων τους και του τρόπου σκέψης τους. Πρόσωπα οικεία. Τα έχουμε δει παντού, τα βλέπουμε ακόμα και σήμερα, ίσως πιο φινετσάτα.
Κουτοπόνηρος ο Φώντας, αλλά και εύπιστος, επιπόλαιος, αξιοθρήνητος. Ο Πέρης Μιχαηλίδης παίζει ανάλαφρα το ρόλο του ανθρώπου, που θέλει, σχεδιάζει, τολμά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μπαίνει εύκολα κι ευχάριστα στο ρόλο του «wannabe» μικρού απατεωνίσκου, προκαλώντας άφθονες στιγμές απροσποίητου χαμόγελου.
Αφελής ο Κόλιας. Βαριεστημένος, κουρασμένος και μάλλον περισσότερο αποχαυνωμένος από τη ζωή του, παρά από την υψηλή καλοκαιρινή θερμοκρασία. Δεν μεμψιμοιρεί για την κατάστασή του, είναι γεννημένος μερικώς αποτυχημένος. Ιδανικός ο Φίλιππος Σοφιανός στο δικό του ρόλο. Κατασκεύασε ιδεωδώς το καλούπι του ήρωά του, που έχει συμβιβαστεί απολύτως με τη ζωή του και τη μοίρα του, αλλά κάπου - στην άκρη του φτωχού μυαλού του - μπερδεύει την προσωπική φιλία και το φιλότιμο με την εκμετάλλευση.
Αν δεν ήταν ήρωες ενός θεατρικού έργου, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι καρικατούρες ενός επίκαιρου σουρεαλιστικού κοινωνικού περιβάλλοντος.
Ωραία παράσταση, ευχάριστη και καθόλου επιτηδευμένη.
Της Βικτώριας Πέππα, 8/10/18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου