Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Η Άποψή μας για την παράσταση "Να ντύσουμε τους γυμνούς" στο Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν - Σκηνή Φρυνίχου

Το έργο:  Ο Λουίτζι Πιραντέλο (1867-1936) γεννήθηκε στο Girgenti της Σικελίας. Σπούδασε φιλολογία στη Ρώμη και στη Βόννη και έγραψε μια διατριβή για τη διάλεκτο της πατρίδας του (1891). Από το 1897 έως το 1922 ήταν καθηγητής στο Real Istituto di Magistere Femminile στη Ρώμη. Το έργο του Πιραντέλο είναι εντυπωσιακό λόγω του όγκο του. Έγραψε ένα μεγάλο αριθμό από νουβέλες που συλλέχθηκαν με τον τίτλο Novelle per un anno. Αλλά το μεγαλύτερο επίτευγμα του Πιραντέλο είναι στα θεατρικά του έργα. Έγραψε ένα μεγάλο αριθμό δραμάτων που δημοσιεύθηκαν, μεταξύ 1918 και 1935, με τον συλλογικό τίτλο Maschere nude.

Το “Να ντύσουμε τους γυμνούς” το έγραψε ένα χρόνο μετά το “ Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα”, το 1922, το ίδιο έτος στο οποίο έγραψε τον «Ερρίκο Δ΄» και το λιγότερο γνωστό «L'imbecille». Ανήκει στην Τρίτη περίοδο του συγγραφέα όπου τον απασχολεί το «θέατρο μέσα στο θέατρο».

Όπως και τα άλλα έργα του, το “Να ντύσουμε τους γυμνούς” είναι γεμάτο από εμπειρίες  του Πιραντέλο: την ψυχική ασθένεια της συζύγου του, έναν φτωχό καλλιτέχνη, όπως ήταν ο ίδιος μετά την κατάρρευση της οικογενειακής επιχείρησης του πατέρα του και την απόπειρα αυτοκτονίας της κόρης του. Είναι επίσης γεμάτο από θέματα που τον αφορούσαν ως συγγραφέα, ιδιαίτερα την ταυτότητα και την αλήθεια.

Υπόθεση: Η νεαρή και θελκτική Ερσίλια Ντρέι είναι η γκουβερνάντα της μικρής κορούλας του Πρόξενου της Ιταλίας στην Σμύρνη. Η ζωή της θα μπορούσε να ονομαστεί ευχάριστη, εξαιρουμένων των συνεχών επιπλήξεων που υφίσταται από την γυναίκα του Πρόξενου, ενός μάλλον δύσκολου χαρακτήρα.

Ένας νεαρός αξιωματικός του Ναυτικού, ο Φράνκο Λασπίγκα, διερχόμενος από τη Σμύρνη, ερωτεύεται και αρραβωνιάζεται την Ερσίλια. Τα κάλλη της νεαρής γκουβερνάντας όμως, δεν αφήνουν ασυγκίνητο ούτε τον Πρόξενο Γκρόττι – ο οποίος της εξομολογείται και της επιβάλλει τον έρωτά του. Το συγκεκριμένο πάθος περιπλέκει τα πράγματα και ωθεί την Ερσίλια να παραμελήσει τα καθήκοντά της ως γκουβερνάντα.

Ένα απόγευμα, αποσπάται η προσοχή της και η μικρή κόρη του Πρόξενου, που έπαιζε στο μπαλκόνι του σπιτιού της, πέφτει και σκοτώνεται. Η μητέρα του δύστυχου κοριτσιού, η οποία ανακαλύπτει ταυτοχρόνως τον παράνομο δεσμό του συζύγου της με την Ερσίλια, την απολύει. Η Ερσίλια, απόβλητη, χωρίς δουλειά, επιστρέφει στη Ρώμη για να βρει τον αρραβωνιαστικό της. Ψάχνοντάς τον όμως στο Υπουργείο Ναυτιλίας, ανακαλύπτει ότι παραιτήθηκε από την υπηρεσία κι επιπλέον ετοιμάζεται να παντρευτεί μία άλλη κοπέλα. Η Ερσίλια, απελπισμένη, αποφασίζει να εκπορνευτεί και να αυτοκτονήσει πίνοντας δηλητήριο.

Ο μυθιστοριογράφος Λουντοβίκο Νότα, ενθουσιασμένος με τον ρόλο που διαδραματίζει η δυστυχισμένη Ερσίλια σε αυτό το δράμα, την παίρνει υπό την προστασία του, όταν εκείνη βγαίνει από το νοσοκομείο, αφού προηγουμένως κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή μετά το απονενοημένο της διάβημα…

Η Παράσταση: Φέτος μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την θεατρική σαιζόν ως "Έτος Πιραντέλο" μιας και τέσσερα έργα του ήδη έχουν δει τα φώτα της ράμπας. Σίγουρα βοήθησε το γεγονός ότι εδώ και λίγα χρόνια οι θίασοι δεν χρειάζεται να πληρώσουν δικαιώματα.  Στο θέατρο Τέχνης ο Γιάννος Περλέγκας ανεβάζει το "Να ντύσουμε τους γυμνούς". Ένα από τα γνωστότερα έργα του συγγραφέα που είχαμε χρονιά να δούμε. Η τελευταία δουλειά του Περλέγκα ήταν το "δύσκολο" "Αδαής και παράφρων" του Μπέρχαρντ, εκεί παρέδωσε μαθήματα σκηνοθεσίας μιας και η ακρίβεια με την οποία άγγιξε το έργο, χωρίς περιττά και σκηνοθετισμούς έδωσε στο κοινό ένα αριστούργημα. Φέτος δυστυχώς ο πήχης ήταν πολύ ψηλά γιατί ο ίδιος τον έβαλε αλλά δεν τα κατάφερε.

Τα προβλήματα ήταν δύο και πολύ σοβαρά. Πρώτον άφησε ανεξέλεγκτη την πρωταγωνίστρια του και δεύτερον υπέπεσε στην ευκολία του "να κάνουμε κάτι". Τελικά αυτό το κάτι ήταν εύκολοι σκηνοθετισμοί, λίγο τρεχαλητό, να πούμε καμιά σκηνοθετική οδηγία και τέτοια που έχουμε δει χιλιάδες φορές. Ευτυχώς αυτές οι στιγμές ήταν λίγες και πραγματικά στις σκηνές που η σκηνοθεσία του ήταν καθαρή τα σανίδια πήραν φωτιά. Ξέρει πολύ καλά πως να σκηνοθετήσει ηθοποιούς και να τους οδηγήσει σε ερμηνείες. Πολύ σωστά επέλεξε να δείξει το έργο σαν μια "λοξή" όπερα. Εξαιρετική ιδέα, βοήθησε και η σκηνογραφία της Γεωργίας Μπούρα (μου θύμισε σκηνικό για όπερα του Βέρντι αλλά με μια πειραγμένη ματιά) αλλά και το ηχητικό περιβάλλον που έφτιαξε ο Κορνήλιος Σελαμσής. Θα μείνω στην μουσική γιατί πρωταγωνίστησε. Μια έξοχη σύνθεση, μια μίξη ήχων, κλασσικής μουσικής... μια "χαλασμένη" όπερα που ενώ στην αρχή ήταν σχεδόν ενοχλητική σιγά σιγά σε βάζει στο κλίμα της παράστασης και φυσικά την εκτοξεύει. Οι φωτισμοί σωστοί, τόνισαν κομψά ηθοποιούς και εικαστικό περιβάλλον. Η μετάφραση από την άλλη δεν βοήθησε καθόλου. Η χρήση των ιταλικών λέξεων που είναι γνωστές στο κοινό, άρα δεν θα υπάρξουν ερωτηματικά, ήταν ένα φτηνό κόλπο για να τονιστεί η "ιταλικότητα" του έργου. Επίσης δεν βοήθησε καθόλου σκηνοθέτη και ηθοποιούς με αποτέλεσμα να μην είναι εύληπτη στο κοινό.

Ερμηνείες: Η Μαρία Πρωτόπαπα ήταν το μεγάλο αγκάθι της παράστασης. Άνευρη χωρίς καμία επαφή με τον υπόλοιπο θίασο. Με προβλήματα άρθρωσης. Άφηνε τις φράσεις απλώς να γλιστράνε άχρωμα και αδιάφορα. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν επιλογή δική της ή σκηνοθετική οδηγία σίγουρα έκανε κακό και στις δύο πλευρές. Η αίσθηση που αφήνει είναι απλώς ότι είναι η πρωταγωνίστρια της παράστασης μιας και η μανιέρα έχει κάνει την εμφάνισή της. Τα δακρυσμένα μάτια του ηθοποιού δεν σημαίνει ότι συγκινούν την πλατεία. Μεγάλη απογοήτευση από μια ηθοποιό που μας έχει χαρίσει μεγάλες θεατρικές εμπειρίες. Μια άχρωμη ερμηνεία αλλά σωστά οργανωμένη και θα είχε ενδιαφέρον και θα ήταν ακριβώς απέναντι από τον υπόλοιπο θίασο οπότε θα μιλούσαμε για ένα ακόμα αριστούργημα. Αυτό όμως θέλει σαφή στόχο και ξεκάθαρο άξονα κάτι που λείπει εδώ από την Πρωτόπαπα.

Ο ίδιος ο Γιάννος Περλέγκας παρασύρθηκε από το συναίσθημα και με αποτέλεσμα να έχουμε μια εν θερμώ ερμηνεία. Έλειπε η οργάνωση του ρόλου και περίσσευε το πάθος. Σίγουρα δεν βοήθησε ότι παράλληλα είχε και την σκηνοθεσία. Δεν ήταν μια κακή ερμηνεία αλλά από τον Περλέγκα περιμένουμε πάντα το κάτι παραπάνω.

Από την άλλη μεριά τα προσχήματα έσωσαν ο Θάνος Τοκάκης, η Εύη Σαουλίδου και ο Θανάσης Δήμου. Άψογα οργανωμένες ερμηνείες, έρμαια των συνθηκών, άβουλοι με περίσσιο ιταλιάνικο πάθος. Σε αυτές τις τρεις ερμηνείες είναι ξεκάθαρο το θέατρο εν θεάτρω, άλλωστε το έργο ανήκει σε αυτή τη συγγραφική περίοδο του Πιραντέλο. Η Σαουλίδου ήταν μεγάλη έκπληξη. Βέρα Ιταλίδα, καπάτσα, μετρημένη ερμηνεία, άψογα οργανωμένη. Η Σαουλίδου ήταν μια παθιασμένη σπιτονοικοκυρά αλλά δεν έπασχε μαζί με την ηρωίδα της, αυτό της έδινε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τα εκφραστικά της μέσα όπως ήθελε. Ο Τοκάκης σ' έναν ρόλο που του ταιριάζει γάντι επιστράτευσε όλη την εμπειρία του από την συνεργασία με τον Μοσχόπουλο για να φτιάξει μια σχεδόν μαριονέτα. Ή ερμηνεία του είχε μέσα όλη την ιταλική θεατρική παράδοση ξεκινώντας από την κομέντια ντελ άρτε φτάνοντας έως τον Ντάριο Φο (αξέχαστη ή ερμηνεία του στο Μιστέρο Μπούφο πριν μερικά χρόνια). Ο Δήμου έδωσε μια πικρή κωμικότητα στον ρόλο του συγγραφέα. Ένα κωμικοτραγικό πρόσωπο που η ζωή τον ξεπερνά. Η ερμηνεία του βρήκε κατευθείαν κέντρο. Άψογα ζυγισμένη μεταξύ κωμικού και τραγικού και αυτό που είδαμε ήταν ένα υποχείριο της μοίρας . Εξαιρετικός.

Εν κατακλείδι: Ήταν από τις παραστάσεις που περίμενα να δω. Δεν είμαι απογοητευμένος από το αποτέλεσμα αλλά ούτε και ευχαριστημένος. Σίγουρα δεν θα απέτρεπα κάποιον από το να την δει.




Του Γιάννη Τζέμη, 14/2/19

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου