Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Συνέντευξη - Μαρθίλια Σβάρνα

Το «Υπόγειό μας» (Our Basement), ήταν το θεατρικό έργο που έγινε η αιτία να ανοίξουν οι πόρτες του ιστορικού θεάτρου, Μέριλιν Μονρό στο Χόλυγουντ, για την νεαρή Ελληνίδα ηθοποιό και σεναριογράφο, Μαρθίλια Σβάρνα.

Αν και 23 χρονών έχει ήδη μια λαμπρή διαδρομή στην δημιουργία της μουσικής σκηνής, στη χορογραφία αλλά και στην θεατρική σκηνή ενώ κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο “ Γαλάζιες Πατούσες στο Ταβάνι”.

Η ίδια μετά από τις σπουδές της στις παραστασιακές τέχνες και στο musical theatre στο Λονδίνο βρέθηκε μετά από εξετάσεις, στην διάσημη σχολή του Lee Strasberg να ολοκληρώνει τις σπουδές της, με εξειδίκευση στη μέθοδο Strasberg (method acting) στο Λος Άντζελες, ζώντας στην καρδιά του Χόλυγουντ, δίπλα στα αστέρια του κινηματογράφου που έγραψαν και γράφουν ιστορία.

Η νεαρή ηθοποιός έχει ήδη βραβευθεί στο Λονδίνο για τις χορογραφίες της, έχει ήδη γράψει χιλιόμετρα στο σανίδι της Βρετανίας σε παραγωγές όπως το Bring It On the musical και Little Shop Of Horrors the musical, αλλά έχει πραγματοποιήσει και αξιοσημείωτες live εμφανίσεις σε μουσικές σκηνές και στην Αθήνα παρουσιάζοντας τα τραγούδια της στο κοινό από το προσωπικό της EP.

Η Μαρθίλια Σβάρνα μετά την πρώτης της επιτυχία σε δικό της σενάριο στο Χόλυγουντ ετοιμάζεται να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και προσκλήσεις και να ανεβάσει το θεατρικό έργο “Το Υπόγειό μας” ( “Our Basement”) στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη.

Με αφορμή το ανέβασμα του έργου στο Altera Pars κάθε Δευτέρα και Τρίτη μιλήσαμε για τους προβληματισμούς της πάνω στον δύσκολο δρόμο που έχει διαλέξει, για τις σχέσεις μεταξύ των δύο φίλων αλλά και για τις εμπειρίες το στο εξωτερικό.

- Μαρθίλια, είσαι μόλις 24 ετών και έχεις ήδη μια λαμπρή διαδρομή στο θέατρο, στην μουσική, στο χορό αλλά και στην συγγραφή βιβλίων.  Ποια απ' όλα αυτά ξεχωρίζεις αλλά και που φτάνουν τα όνειρά σου.
Κάθε είδος τέχνης με το οποίο έχω καταπιαστεί μου έχει προσφέρει διαφορετικά πράγματα, επομένως τα κάνω όλα με το ίδιο ενδιαφέρον, την ίδια αγάπη και όρεξη. Ίσως όμως τον εαυτό μου να τον βρίσκω περισσότερο όταν μελετάω έναν ρόλο.
Δεν έχω πολύ συγκεκριμένα όνειρα βέβαια. Θέλω ό,τι κάνω να το κάνω καλά, ή τουλάχιστον όσο καλύτερα μπορώ, και μακάρι να έχω τη δυνατότητα να συνεχίσω να ασχολούμαι με όλα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι φροντίζω να πηγαίνω βήμα-βήμα, ώστε να δημιουργώ σταθερές βάσεις για την πορεία μου.

- Γιατί μια κοπέλα σαν εσένα με τόσες συμμετοχές στο εξωτερικό αποφασίζει να ανεβάσει κάτι στην Ελλάδα;
Η Αθήνα είναι το σπίτι μου, το μέρος που γεννήθηκα, μεγάλωσα και διαμορφώθηκα σε πρώτη φάση. Για πολλούς λόγους, είναι το μέρος που αγαπώ πιο πολύ απ’ όλα στον κόσμο και -φυσικά- το μέρος στο οποίο αισθάνομαι περισσότερο ο εαυτός μου.
Επομένως ήταν εξαιρετικά σημαντικό για εμένα να ανεβάσω το έργο μου, στον τόπο από τον οποίο ξεκίνησα και να το δείξω σε ανθρώπους της ίδιας κουλτούρας. Ακόμα κι αν το ίδιο το έργο είναι καθαρά Αμερικανικό από όλες τις απόψεις. Το είδα σίγουρα σαν μια πρόκληση και μόνο να μάθω μπορούσα μέσα από αυτό. Οπότε το τόλμησα.

- Ποιες ήταν οι προκλήσεις που συνάντησες, (ενδεχομένως και οι δυσκολίες) στο εδώ ανέβασμα του θεατρικού σου ourbasement - Σημείο Τομής
Νομίζω το πιο δύσκολο κομμάτι όλης της διαδικασίας, ήταν η μετάφραση του κειμένου. Το πρωτότυπο κείμενο, είναι στα Αγγλικά, με ξένο χιούμορ, εκφράσεις και νοήματα. Επομένως έπρεπε να γίνει μια προσαρμογή στα Ελληνικά δεδομένα, ώστε να έρθει όλη η ιστορία πιο κοντά στο κοινό. Η πλοκή παραμένει η ίδια φυσικά, αλλά το πως παρουσιάζεται και «στολίζεται» είναι μια διαφορετική διαδικασία. Σε αυτό το εγχείρημα με βοήθησε πολύ ο σκηνοθέτης μας, ο Γιώργος Σιμωνας, τον οποίο εμπιστεύτηκα γιατί ξέρει σε τεράστιο βαθμό τις ανάγκες του ελληνικού κοινού, ποσό μάλλον σε σε σχέση με εμένα, που δεν έχω μεγάλη εμπειρία με την εγχώρια σκηνή.

- Το έργο διαδραματίζεται το 1969.  Γιατί επέλεξες την συγκεκριμένη εποχή για το πρώτο σου θεατρικό;
Είναι ένα έργο που μιλάει κατά κύριο λόγο για την απόσταση που δημιουργείται μεταξύ δυο φίλων και τη μοναξιά που τους κυριεύει όταν είναι μακριά από τις ρίζες τους (ότι κι αν σημαίνει αυτό). Επομένως, η εποχή χωρίς Ίντερνετ, με βοηθούσε στο να δώσω έμφαση νοηματικά, στο ποσό μεγάλη σημασία έχουν όλα, όταν έχεις έναν άνθρωπο μπροστά σου. Τότε δεν υπήρχε η ευκολία της επικοινωνίας και η πολυτέλεια του να παρακολουθείς τη ζωή κάποιου πίσω από μια οθόνη - άρα και να έχεις την ψευδαίσθηση ότι τον βλέπεις καθημερινά. Επομένως όταν έχεις πολλούς μήνες να μιλήσεις με κάποιον, η επανασύνδεση είναι πιο εκρηκτική, η παρουσία ή απουσία πιο έντονη. Όλα έχουν σημασία.

- Πες μας δύο λόγια για το τι αφορά η παράσταση;
Είναι η ιστορία δυο φίλων ζωγράφων, του Μπράιαν και της Κάρολ, οι οποίοι ζουν στη Νέα Υόρκη του 1969. Πάνω στο ντεμπούτο τους, το οποίο πάει ανέλπιστα καλά και αποσπά πολύ καλές κριτικές, ο Μπράιαν καλείται να πάει στον πόλεμο του Βιετνάμ όπως κάθε νεαρός αμερικανός πολίτης. Ο ίδιος όμως αποφασίζει, αντί αυτού, να πάει στο Παρίσι, ακολουθώντας μια γοητευτική Γαλλίδα κριτικό τέχνης. Κι έτσι βλέπουμε πως αλλάζει η καθημερινότητα των δυο φίλων, όταν αποκτάνε διαφορετικές καθημερινότητες, προτεραιότητες αλλά και αξίες. Η Κάρολ μένει στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας να προσπαθεί για τα πιστεύω της και ελπίζοντας για την επιστροφή του Μπράιαν, ενώ εκείνος ξεφεύγει σε διαφορετικά μονοπάτια τα οποία τον οδηγούν σε λάθος επιλογές.

- Το κείμενο έχει στοιχεία από την ελληνική πραγματικότητα ή είναι όπως παρουσιάστηκε στην Αμερική;  Θεωρείς ότι οι δυσκολίες ενός νέου καλλιτέχνη είναι οι ίδιες και στις δυο μεριές του Ατλαντικού;
Το κείμενο όταν μεταφράστηκε, έπρεπε να μεταφερθεί στα ελληνικά δεδομένα, όχι από πλευράς πλοκής ή ιστορίας, αλλά από γλωσσικής άποψης και ίσως νοηματικής. Το χιούμορ άλλαξε -αναπόφευκτα- κάποιες εκφράσεις και σίγουρα κάποιες συνθήκες.
Τώρα, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες στις δυο μεριές του ατλαντικού, θα έλεγα ότι είναι ίδιες με έναν τρόπο αλλά και πολύ διαφορετικές σε κάποια πράγματα. Για παράδειγμα, το οικονομικό κομμάτι, δηλαδή το να βρεις κάποιον χρηματοδότη για να σε στηρίξει και να μπορείς να φέρεις εις πέρας τα οράματά σου, είναι παντού δύσκολο να τον βρεις. Θέλει φοβερή τύχη και τρομερή επιμονή. Δεν είναι ακατόρθωτο, αλλά λόγω του ότι υπάρχει υπερπροσφορά (ηθοποιών τουλάχιστον) μερικές φορές χάνεσαι σε μια θάλασσα από ανθρώπους οι οποίοι κυνηγάνε το ίδιο με εσένα. Από την άλλη, η διαφορά είναι ότι στη «Δύση» υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες και πόρτες να ανοίξεις επειδή υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία που κινείται.

- Ποιες είναι οι δικές σου ανασφάλειες ως καλλιτέχνης;
Σίγουρα το ότι είμαι αρκετά μικρή και θέλω ακόμα πάρα πολύ διάβασμα και ψάξιμο. Υπάρχουν τόσα πράγματα εκεί έξω που δεν έχω δει και δεν ξέρω καν ότι υπάρχουν, επομένως έχω πάντα στο μυαλό μου ότι έχω ακόμα πολύ δρόμο για να φτάσω σε ένα σημείο που θέλω εγώ η ίδια.

- Είναι βιωματική ως ένα σημείο η ιστορία του έργου;  Η Κάρολ και ο Μπράιαν οι δύο ήρωες έχουν δικά σου στοιχεία;
Σίγουρα έχουν στοιχεία δικά μου, αφού και οι δυο είναι κομμάτια του εαυτού μου. Έχω υπάρξει στη θέση του Μπράιαν, κουβαλώντας στην πλάτη μου το βάρος των προσδοκιών πολλών ανθρώπων αλλά και στη θέση της Κάρολ, βιώνοντας τη μοναξιά μακρυά από το οτιδήποτε δικό μου. Έχω προδώσει και έχω προδωθεί, έχω πληγώσει και έχω πληγωθεί, επομένως θα έλεγα ότι το έργο απαρτίζεται ουσιαστικά από μικρές «ήττες» και «νίκες» της ζωής μου μέχρι τώρα.

- Ποιο θεωρείς το δυνατό σημείο της παράστασης και γιατί κάποιος πρέπει να έρθει να την δει;
Από όσα μου έχουν πει έως τώρα αλλά και από αυτά που έχω νιώσει η ίδια, νομίζω ότι αυτό που «κερδίζει» περισσότερο το κοινό, είναι το γεγονός ότι η απόδοση του έργου είναι τόσο άμεση, που νιώθουν είτε το ότι παρακολουθούν τη ζωή των δυο ηρώων από μια κλειδαρότρυπα, είτε ότι βρίσκονται μαζί μας μέσα στο σκηνικό. Επίσης, το γεγονός ότι είναι μια απλή ιστορία με πολλά στοιχεία της καθημερινότητας μέσα της, κάνει τους θεατές να ταυτίζονται περισσότερο και να αναπολούν παρόμοιες καταστάσεις τις οποίες έχουν ζήσει και οι ίδιοι με αποτέλεσμα να αντιδρούν συναισθηματικά πιο εύκολα, μιας και τους είναι κάτι γνώριμο και πολύ κοντά τους.

- Πως ανταποκρίνεται το ελληνικό κοινό σε σχέση με το αμερικάνικο;
Τα δυο κοινά, ενώ αγάπησαν εξίσου την ιστορία και την παρακολούθησαν με το ίδιο ενδιαφέρον, είναι αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους. Στην Αμερική, επειδή το έργο πρόκειται έτσι κι αλλιώς για τη δίκη τους πραγματικότητα, είδαν με άλλο μάτι κάποια ζητήματα όπως το θέμα του πόλεμου του Βιετνάμ, οπότε και λόγω κειμένου, και λόγο συνθηκών, υπήρχε μια τάση προς τα δραματικά στοιχεία της ιστορίας. Στην Αθήνα παρατήρησα ότι το κοινό, ναι μεν έδωσε μεγάλη βάση στο κομμάτι της ανθρώπινης σχέσης και της μεταβολής της, αλλά αφέθηκε κιόλας περισσότερο και απήλαυσε και το κωμικό στοιχείο μιας και στη μετάφραση, το χιούμορ μεταφέρθηκε σε ελληνικά δεδομένα.

- Ο έρωτας είναι κινητήριος δύναμη για σένα;
Είναι. Νομίζω ότι όλα όσα έχω δημιουργήσει μέχρι στιγμής, ξεκίνησαν από έρωτα.

- Μέσα στο έργο εκτός από τις καλλιτεχνικές ανησυχίες των πρωταγωνιστών θίγεις και το ζήτημα του έρωτα μέσα στην φιλία.  Πιστεύεις ότι υπάρχει φιλία μεταξύ ανδρών και γυναικών; Υπήρχε κάποιο ερέθισμα που να σε έκανε να θίξεις το συγκεκριμένο ζήτημα;
Φιλία καθαρή, μεταξύ ανδρών και γυναικών πιστεύω σίγουρα ότι υπάρχει, γιατί το έχω βιώσει η ίδια. Είχα πολύ περισσότερους φίλους του αντιθέτου φύλου μέχρι τώρα, παρά του ίδιου, επομένως μπορώ να «βάλω το χέρι μου στη φωτιά». Παρ’ όλ’ αυτά, εξαρτάται από την κάθε περίπτωση. Πιστεύω ότι μέσα σε μια δυνατή φιλία, μπορεί να γεννηθεί ένας έρωτας κι ακόμα κι αν δεν το έχω ζήσει προσωπικά, έχω δει ανθρώπους γύρω μου να το βιώνουν και είναι κάτι πολύ όμορφο, αν και κάπως περίπλοκο σε στιγμές.
Για αυτό το λόγο κι επέλεξα να δημιουργήσω αυτή τη συνθήκη για τον Μπράιαν και την Κάρολ. Είναι δύο παιδιά ουσιαστικά, που η ανθρώπινη σχέση τους, έχει περάσει από όλα τα στάδια και τελικά βλέπουμε ότι όλα, με έναν τρόπο είναι έρωτας. Ανομολόγητος μεν, αλλά έρωτας.

- Θέλεις να μας πεις δυο λόγια για τα μελλοντικά σου σχέδια
Τέλη Φλεβάρη θα βρεθώ στο Λος Αντζελες και πάλι, για τα γυρίσματα μιας ταινίας μικρού μήκους στην έρημο. Μεταξύ άλλων θα συνεργαστώ και με στενούς φίλους, οπότε είμαι πολύ χαρούμενη για αυτή τη δουλειά. Στη συνέχεια, θα επιστρέψω στην Αθήνα μιας και Μάρτιο ξεκινάνε τα γυρίσματα της ταινίας “ManifGod”. Είναι μια Ελληνοαμερικανική παραγωγή με διεθνές cast, και στη θέση της σκηνοθέτιδας και σεναριογράφου, την Yelena Popovic, μια γυναίκα που θαυμάζω για το ταλέντο, το πάθος και την επιμονή της. Θα είναι μια ταινία με πολλές απαιτήσεις και σίγουρα χρειάζεται αφοσίωση και ιδιαίτερη προσοχή. Επομένως, ετοιμάζομαι από τώρα, εγκεφαλικά τουλάχιστον.



Του Περικλή Μπίκου, 29/10/19

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου