Το 2010 ο Σωτήρης Χατζάκης ανεβάζει με επιτυχία τη Λωξάντρα στο ΚΘΒΕ σε κείμενο του Άκη Δήμου, με πρωταγωνίστρια τη Φωτεινή Μπαξεβάνη. Οκτώ χρόνια μετά καταπιάνεται με το ίδιο έργο και το παρουσιάζει στην ανακαινισμένη σκηνή του ιστορικού θεάτρου Βεάκη. Αυτή τη φορά τον κεντρικό ρόλο κρατά η Ελένη Κοκκίδου.
Κάποιοι βασικοί άξονες του έργου παρέμειναν ως είχαν, με αρκετές όμως διορθώσεις που ανανέωσαν τη σκηνοθεσία και τόνωσαν τα αδύναμα σημεία. Όπως και να ‘χει, η παράσταση στο Βεάκη εκτιμώ πως θα είναι μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της φετινής σεζόν...
Το μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένο το 1963 μιλά για τη ζωή της Πολίτισσας Λωξάντρας και δίνει στοιχεία για τη ζωή των ανθρώπων της Κωνσταντινούπολης από τα τέλη του 18ου αιώνα, ως τις αρχές του 19ου. Φυσικά γίνονται αδρομερείς αναφορές σε ιστορικά θέματα, αλλά με νηφαλιότητα και χωρίς εξάρσεις, όπως π.χ. η Σφαγή των Αρμενίων, ο πόλεμος του 1897 κ.α.
Η Λωξάντρα όμως δεν είναι μια βαρετή ηθογραφία μιας περασμένης εποχής. Στο πρόσωπο της Λωξάντρας βλέπουμε τη μητέρα μας, τη γιαγιά μας · είναι μια φιγούρα διαχρονική που συνδιαλέγεται με τις γυναίκες του σήμερα. Η Λωξάντρα είναι μια ισχυρή παρουσία, είναι η εστία του σπιτιού που γύρω της κινούνται όλα τα πρόσωπα του έργου και από μέσα της βγαίνει η φωτιά που τους ζεσταίνει όλους. Αυτή είναι ο συνδετικός κρίκος, ο πυρήνας της οικογένειας. Πότε αυταρχική -μα γλυκιά-, πότε παραπονιάρα –μα χαριτωμένη-, πότε αυστηρή –μα δοτική-, με τη Λωξάντρα είτε διαφωνείς, είτε συμφωνείς, την αγαπάς. Την αγαπάς γιατί σ’ αγαπάει κι αυτή. Μια γυναίκα απλή, λαϊκή, θρησκευόμενη, συνθλίβει κάθε απαγορευτικό μαντρότοιχο μεταξύ λαών κι ανθρώπων. Ίσως αυτό είναι και το μεγάλο μάθημα του έργου: η αγάπη.
Σε μια διαφωνία με τον γαμπρό της ο οποίος κλείδωσε το λάδι στο ντουλάπι προκειμένου να κάνει οικονομία, η Λωξάντρα έξαλλη αναφωνεί «Όχι, που θα με αφήσει εμένα χωρίς λάδι!». Μέσα σε αυτή τη φράση συνοψίζεται η θεώρηση που έχει η Λωξάντρα για ολόκληρη τη ζωή. Το λάδι ως μετωνυμία ενός ολόκληρου σύμπαντος, του Φαγητού, δηλώνει πως η μαγειρική δεν είναι απλά μια διεκπεραιωτική διαδικασία βρώσης. Το φαγητό είναι ολόκληρη η ζωή της, είναι κάτι ιερό. Η ευχαρίστηση που νιώθει με το φαγητό, τη μυρωδιά, την υφή του, τη μεταρσιώνει σε σφαίρες ιδεαλιστικές, αγγίζοντας σχεδόν τα όρια του Θείου. Ένα πλουσιοπάροχο γεύμα είναι η «λεβεντιά» της, το καμάρι της, είναι η απόδειξη της νοικοκυροσύνης της μέσα από την οποία αυτοπραγματώνεται, αφού μόνο αυτήν έχει μια γυναίκα της εποχής εκείνης για να αποδείξει τί αξίζει. Αν στερήσεις το λάδι από την Λωξάντρα, την αποδυναμώνεις. Η μαγειρική είναι η ισχύς της. Δίχως αυτή μοιάζει να παθαίνει το «Σύνδρομο του Σαμψών» (όταν η Δαλιδά έκοψε τα μαλλιά του Σαμψών εκείνος αποδυναμώθηκε πλήρως), μα σύντομα όμως ανακάμπτει.
Όλα τα παραπάνω τα είδαμε στην απολαυστική ερμηνεία της Ελένης Κοκκίδου η οποία, συν τοις άλλοις, είχε και την δυσκολία της ισορροπίας μεταξύ κωμικού και δραματικού, μια δυσκολία που πήγαζε από το καλοδουλεμένο κείμενο του Άκη Δήμου και έκανε τον θεατή να νιώθει ικανοποίηση όποτε καταλάβαινε και τις δύο πτυχές μιας ατάκας. Η διασκευή του Δήμου, με τόνους λυρισμού όπως κάθε συγγραφική δουλειά του, μπόρεσε να αποδώσει την ατμόσφαιρα της εποχής συγκρατημένα, με λέξεις της πολίτικης ντοπιολαλιάς χωρίς να υπερφορτώνει τους διαλόγους.
Η Λωξάντρα μιλούσε με τους νεκρούς της κι έτσι πάνω στη σκηνή ζωή και θάνατος γίνονται ένα, δίνοντας την αίσθηση της ενότητας και της αιωνιότητας της ζωής, μα η διαχωριστική γραμμή τους, η στιγμή του θανάτου, είναι διαρκώς παρούσα. Κάπως έτσι λειτούργησε συνολικά και η σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη. Μέσα σε μια παράσταση χώρεσε τη συγκίνηση και το γέλιο περνώντας από το ένα στο άλλο με μαεστρία. Ήταν μια αέρινη σύζευξη κωμικού-δραματικού θυμίζοντας πως στη ζωή συνυπάρχουν και τα δύο.
Οι ηθοποιοί της παράστασης (Ελένη Κοκκίδου, Γιώργος Αρμένης, Μιχάλης Μητρούσης, Ευαγγελία Μουμούρη, Χρύσα Παπά, Κατερίνα Αντωνιάδου, Σάρα Εσκενάζυ, Χρήστος Ζαχαριάδης, Αλεξάνδρα Καρακατσάνη, Γιάννης Κουκουράκης, Αλεξία Μουστάκα, Χρήστος Πλαΐνης, Γιάννης Σαμσιάρης, Αναστασία Τσιλιμπίου, Κοραλία Τσόγκα, Σόλων Τσούνης, Αλμπέρτο Φάις, Μαρία Χάνου, Χριστίνα Ψάλτη) κατάφεραν να αποδώσουν εξαίσια όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις υπηρετώντας πιστά τις σκηνοθετικές καθοδηγήσεις οι οποίες ενδεχομένως σε κάποια σημεία να μπορούσαν να γίνουν λίγο πιο ευφάνταστες ώστε να αποφευχθούν ορισμένες στιγμές αμηχανίας ή παρωχημένου στησίματος. Εντυπωσίασαν οι Μιχάλης Μητρούσης και Ευαγγελία Μουμούρη, συνέβαλαν σημαντικά οι ερμηνείες των Αλμπέρτο Φάις και Χρύσας Παπά, ξεχώρισαν οι νέες ηθοποιοί Μαρία Χάνου και Κοραλία Τσόγκα, έδεσε η παρουσία της Ελένης Τσαλιγοπούλου με το υπόλοιπο σύνολο. Αμφιβάλλω για την ερμηνεία ορισμένων δευτερευόντων ρόλων από ηθοποιούς που ίσως δεν αφέθηκαν να τους «παρασύρει» η ενέργεια της παράστασης και δεν εντάχθηκαν αρμονικά.
Η Έρση Δρίνη έδωσε μια ωραία αίσθηση εποχής με τα κοστούμια (με μια μικρή επιφύλαξη για τα υποδήματα των γυναικών) και εξυπηρέτησε τη σκηνοθετική γραμμή με τα σκηνικά της τα οποία θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί λίγο πιο δημιουργικά σε σκηνές πλήθους. Αξιόλογη σκηνογραφική-σκηνοθετική-σημειολογική στιγμή, ο «μυστικός δείπνος» του τέλους. Καλαίσθητοι φωτισμοί από τον Λευτέρη Παυλόπουλο και χορογραφίες ταιριαστές στη μουσική από την Δήμητρα Γρατσιούνη.
Ο Σωτήρης Χατζάκης με βοηθό σκηνοθέτη τον ηθοποιό και μεταφραστή Κωνσταντίνο Κυριακού, ανέβασαν μια παράσταση που άγγιξε το κοινό χάρη στις καλοδουλεμένες ερμηνείες των ηθοποιών και στο έξοχο κείμενο που ξυπνά στη θύμησή μας βιώματα που δεν ζήσαμε, μα ρίζωσαν μέσα μας από διηγήσεις. Χαρίζει πολλά στην παράσταση η ύπαρξη δύο μουσικών επί σκηνής (Ανδρέας Κατσιγιάννης και Χρυσάνθη Τζοβάνη) με αγαπημένα παραδοσιακά τραγούδια.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στον παρακάτω σύνδεσμο: http://quintatheater.blogspot.com/2018/10/7.html#more
Γράφει η Κατερίνα Πεσταματζόγλου, 14/11/18
Κάποιοι βασικοί άξονες του έργου παρέμειναν ως είχαν, με αρκετές όμως διορθώσεις που ανανέωσαν τη σκηνοθεσία και τόνωσαν τα αδύναμα σημεία. Όπως και να ‘χει, η παράσταση στο Βεάκη εκτιμώ πως θα είναι μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της φετινής σεζόν...
Το μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένο το 1963 μιλά για τη ζωή της Πολίτισσας Λωξάντρας και δίνει στοιχεία για τη ζωή των ανθρώπων της Κωνσταντινούπολης από τα τέλη του 18ου αιώνα, ως τις αρχές του 19ου. Φυσικά γίνονται αδρομερείς αναφορές σε ιστορικά θέματα, αλλά με νηφαλιότητα και χωρίς εξάρσεις, όπως π.χ. η Σφαγή των Αρμενίων, ο πόλεμος του 1897 κ.α.
Η Λωξάντρα όμως δεν είναι μια βαρετή ηθογραφία μιας περασμένης εποχής. Στο πρόσωπο της Λωξάντρας βλέπουμε τη μητέρα μας, τη γιαγιά μας · είναι μια φιγούρα διαχρονική που συνδιαλέγεται με τις γυναίκες του σήμερα. Η Λωξάντρα είναι μια ισχυρή παρουσία, είναι η εστία του σπιτιού που γύρω της κινούνται όλα τα πρόσωπα του έργου και από μέσα της βγαίνει η φωτιά που τους ζεσταίνει όλους. Αυτή είναι ο συνδετικός κρίκος, ο πυρήνας της οικογένειας. Πότε αυταρχική -μα γλυκιά-, πότε παραπονιάρα –μα χαριτωμένη-, πότε αυστηρή –μα δοτική-, με τη Λωξάντρα είτε διαφωνείς, είτε συμφωνείς, την αγαπάς. Την αγαπάς γιατί σ’ αγαπάει κι αυτή. Μια γυναίκα απλή, λαϊκή, θρησκευόμενη, συνθλίβει κάθε απαγορευτικό μαντρότοιχο μεταξύ λαών κι ανθρώπων. Ίσως αυτό είναι και το μεγάλο μάθημα του έργου: η αγάπη.
Όλα τα παραπάνω τα είδαμε στην απολαυστική ερμηνεία της Ελένης Κοκκίδου η οποία, συν τοις άλλοις, είχε και την δυσκολία της ισορροπίας μεταξύ κωμικού και δραματικού, μια δυσκολία που πήγαζε από το καλοδουλεμένο κείμενο του Άκη Δήμου και έκανε τον θεατή να νιώθει ικανοποίηση όποτε καταλάβαινε και τις δύο πτυχές μιας ατάκας. Η διασκευή του Δήμου, με τόνους λυρισμού όπως κάθε συγγραφική δουλειά του, μπόρεσε να αποδώσει την ατμόσφαιρα της εποχής συγκρατημένα, με λέξεις της πολίτικης ντοπιολαλιάς χωρίς να υπερφορτώνει τους διαλόγους.
Η Λωξάντρα μιλούσε με τους νεκρούς της κι έτσι πάνω στη σκηνή ζωή και θάνατος γίνονται ένα, δίνοντας την αίσθηση της ενότητας και της αιωνιότητας της ζωής, μα η διαχωριστική γραμμή τους, η στιγμή του θανάτου, είναι διαρκώς παρούσα. Κάπως έτσι λειτούργησε συνολικά και η σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη. Μέσα σε μια παράσταση χώρεσε τη συγκίνηση και το γέλιο περνώντας από το ένα στο άλλο με μαεστρία. Ήταν μια αέρινη σύζευξη κωμικού-δραματικού θυμίζοντας πως στη ζωή συνυπάρχουν και τα δύο.
Οι ηθοποιοί της παράστασης (Ελένη Κοκκίδου, Γιώργος Αρμένης, Μιχάλης Μητρούσης, Ευαγγελία Μουμούρη, Χρύσα Παπά, Κατερίνα Αντωνιάδου, Σάρα Εσκενάζυ, Χρήστος Ζαχαριάδης, Αλεξάνδρα Καρακατσάνη, Γιάννης Κουκουράκης, Αλεξία Μουστάκα, Χρήστος Πλαΐνης, Γιάννης Σαμσιάρης, Αναστασία Τσιλιμπίου, Κοραλία Τσόγκα, Σόλων Τσούνης, Αλμπέρτο Φάις, Μαρία Χάνου, Χριστίνα Ψάλτη) κατάφεραν να αποδώσουν εξαίσια όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις υπηρετώντας πιστά τις σκηνοθετικές καθοδηγήσεις οι οποίες ενδεχομένως σε κάποια σημεία να μπορούσαν να γίνουν λίγο πιο ευφάνταστες ώστε να αποφευχθούν ορισμένες στιγμές αμηχανίας ή παρωχημένου στησίματος. Εντυπωσίασαν οι Μιχάλης Μητρούσης και Ευαγγελία Μουμούρη, συνέβαλαν σημαντικά οι ερμηνείες των Αλμπέρτο Φάις και Χρύσας Παπά, ξεχώρισαν οι νέες ηθοποιοί Μαρία Χάνου και Κοραλία Τσόγκα, έδεσε η παρουσία της Ελένης Τσαλιγοπούλου με το υπόλοιπο σύνολο. Αμφιβάλλω για την ερμηνεία ορισμένων δευτερευόντων ρόλων από ηθοποιούς που ίσως δεν αφέθηκαν να τους «παρασύρει» η ενέργεια της παράστασης και δεν εντάχθηκαν αρμονικά.
Η Έρση Δρίνη έδωσε μια ωραία αίσθηση εποχής με τα κοστούμια (με μια μικρή επιφύλαξη για τα υποδήματα των γυναικών) και εξυπηρέτησε τη σκηνοθετική γραμμή με τα σκηνικά της τα οποία θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί λίγο πιο δημιουργικά σε σκηνές πλήθους. Αξιόλογη σκηνογραφική-σκηνοθετική-σημειολογική στιγμή, ο «μυστικός δείπνος» του τέλους. Καλαίσθητοι φωτισμοί από τον Λευτέρη Παυλόπουλο και χορογραφίες ταιριαστές στη μουσική από την Δήμητρα Γρατσιούνη.
Ο Σωτήρης Χατζάκης με βοηθό σκηνοθέτη τον ηθοποιό και μεταφραστή Κωνσταντίνο Κυριακού, ανέβασαν μια παράσταση που άγγιξε το κοινό χάρη στις καλοδουλεμένες ερμηνείες των ηθοποιών και στο έξοχο κείμενο που ξυπνά στη θύμησή μας βιώματα που δεν ζήσαμε, μα ρίζωσαν μέσα μας από διηγήσεις. Χαρίζει πολλά στην παράσταση η ύπαρξη δύο μουσικών επί σκηνής (Ανδρέας Κατσιγιάννης και Χρυσάνθη Τζοβάνη) με αγαπημένα παραδοσιακά τραγούδια.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στον παρακάτω σύνδεσμο: http://quintatheater.blogspot.com/2018/10/7.html#more
Γράφει η Κατερίνα Πεσταματζόγλου, 14/11/18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου