Το Έργο: Ο Γυάλινος κόσμος ανέβηκε πρώτη φορά στην Αμερική, στο Σικάγο συγκεκριμένα, το 1944. Την επόμενη χρονιά ανέβηκε στο Broadway, ενώ κέρδισε το βραβείο "New York Drama Critic's Award". Στην πραγματικότητα ο Tennessee Williams έγραψε ένα αυτοβιογραφικό έργο. Τον αυταρχικό πατέρα του ο Williams τον θεωρούσε ουσιαστικά "απόντα". Η μητέρα του ήταν μια γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, ωστόσο ήταν υπερπροστατευτική κυρίως όμως επηρεάστηκε από την αδερφή του, Ρόουζ που έπασχε από σχιζοφρένεια. Ο Williams δεν συγχώρησε ποτέ τους γονείς του που προχώρησαν σε λοβοτομή στην αδερφής του. Υπέστη ισχυρό σοκ από το γεγονός. Στην Ελλάδα το έργο ανέβηκε πρώτη φορά το 1946 στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν με την Έλλη Λαμπέτη ως Λώρα. Από τότε έχει ανέβει άπειρες φορές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Υπόθεση: Στο έργο εξιστορείται μέσα από τις αναμνήσεις του Τομ η ζωή της οικογένειας Γουίνγκφιλντ, που την απαρτίζουν ο γιος Τομ, η μητέρα Αμάντα και η κόρη Λώρα. Ο πατέρας τούς έχει εγκαταλείψει για χρόνια κι εκείνοι ζουν σ' ένα δικό τους "γυάλινο κόσμο". Η μητέρα έχει έμμονη ιδέα με τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στο Νότο, ωστόσο τώρα δείχνει την εικόνα της "ξεπεσμένης καλλονής", ένα μοτίβο που επανέρχεται σε πολλά έργα του συγγραφέα. Ενώ η Αμάντα προσπαθεί να δώσει στα παιδιά της μια ζωή πέρα από την τυπικά φτωχική του Σαιντ Λούις που κατοικούν, είναι και η ίδια παγιδευμένη από τη μνήμη της ζωής της… μιας ζωής με χορούς, φλερτ και χρήματα, που τώρα έχει φύγει. Ο Τομ, που εργάζεται σε μια αποθήκη παπουτσιών και πληρώνει το ενοίκιο της οικογένειας, βρίσκει τη δική του απόδραση στο να πίνει και να πηγαίνει στον κινηματογράφο, ενώ η Λώρα δίνει όλη της την ενέργειά στη φροντίδα των γυάλινων ‘’θηρίων’’ της. Ο Τομ, πιεσμένος από τη μητέρα του, για να βοηθήσει να βρεθεί για την Λώρα ο κατάλληλος σύζυγος, καλεί έναν συνάδελφο του, τον Τζιμ, από την αποθήκη για φαγητό, έναν επισκέπτη από τον έξω κόσμο, με τον οποίο έχει ένα σύντομο φλερτ η Λώρα. Αυτό ωθεί την Αμάντα ακόμα πιο βαθιά στις εμμονές της και καθιστά τη Λώρα ακόμα πιο ευάλωτη και εύθραυστη, εκτίθεται σαν το γυάλινο θησαυρό της. Ωστόσο, τα πάντα γκρεμίζονται, καθώς ο Τζιμ διαλύει τις αυταπάτες τους κι έτσι επανέρχονται στη σκληρή πραγματικότητα. Το έντονα προσωπικό αριστούργημα του Williams εκθέτει την πολυπλοκότητα των αναμνήσεών μας και τους τρόπους με τους οποίους ποτέ δεν μπορούμε πραγματικά να τους ξεφύγουμε.
Η Παράσταση: Πόσες φορές μπορεί να αντέξει το κοινό να δει τον "Γυάλινο κόσμο"; Τι άλλο μπορεί να πει μια νέα παράσταση που δεν έχει ειπωθεί; Γιατί οι θίασοι το επιλέγουν ξανά και ξανά; Μετά την παράσταση σταθμό στο Εμπρός, έχω δει το συγκεκριμένο έργο τουλάχιστον τέσσερις φορές. Φεύγοντας από την παράσταση του Καραντζά σκεφτόμουν το λόγο που ανεβαίνει τόσο συχνά. Είναι "σιγουράκι" για επιτυχία; σίγουρα ναι. Οι πρωταγωνιστές θέλουν να παίξουν διακαώς τους ρόλους; σίγουρα ναι. Τελικά κατέληξα ότι το θέατρο πάνω απ' όλα είναι αυτό το δίωρο παραμύθι που θέλουμε ως κοινό να δούμε κι εδώ το παραμύθι είναι συγκλονιστικό. Έχουν περάσει 75 χρόνια απ' το πρώτο ανέβασμα στο Σικάγο κι όμως οι ρυτίδες του είναι ελάχιστες και ακόμα συνεπαίρνει το κοινό. Τι καινούργιο έφερε η παράσταση στο θέατρο "Οδού Κεφαλληνίας"; τίποτα, απλώς το παραμύθι ειπώθηκε όμορφα, με συνέπεια και αρκετή μαγεία. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς αυτή τη φορά δεν διέλυσε τον ρυθμό του έργου. Συνεπής και με πολλές ιδέες για όμορφες εικόνες, δημιούργησε μια έξοχη ατμόσφαιρα και η παράσταση του κράτησε το κοινό από την αρχή έως το τέλος. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να τιθασεύσει όλους τους ηθοποιούς. Οι συνεργάτες του τον βοήθησαν στον μέγιστο βαθμό. Η Ελένη Μανωλοπούλου μας θύμισε μέρες από το διπλανό θέατρο. Εκτός από τον Τομ και η σκηνογράφος έκανε μαγικά. Στην μικρή σκηνή του θεάτρου είδαμε να ξεπηδούν από παντού σκηνικά. Ένα ραγισμένο γυαλί, μια ραγισμένη οικογένεια, ένα σκηνικό σαν γλυπτό με vintage στοιχεία. Δεν αξιοποιήθηκε σωστά η γυάλινη κατασκευή στο βάθος. Τα εξαιρετικά διάφανα πορτρέτα δυσκόλεψαν την θέαση του κοινού. Ή Ιωάννα Τσάμη έφτιαξε έξυπνα, λιτά με μια νοσταλγική διάθεση κοστούμια. Τελικά το απλό είναι και το ωραιότερο. Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή όσο έπρεπε διακριτική και πειραγμένη, σήκωσε την παράσταση πολύ ψηλά. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ήταν ένα ποίημα. Μάθημα ατμόσφαιρας. Δυστυχώς η νέα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. Ο καλός μεταφραστής εδώ έχασε το μέτρο και την μαγεία του έργου. Οι ηθοποιοί δυσκολεύονται να την μιλήσουν και το κοινό να την κατανοήσει. Το εξαιρετικό, καλαίσθητο (όπως πάντα) πρόγραμμα περιέχει ολόκληρο το έργο.
Ερμηνείες: Η Μπέττυ Αρβανίτη έσκισε ως Αμάντα. Πήρε την παράσταση πάνω της και θριάμβευσε. Έφτιαξε μια μάνα που δεν ακούει αλλά επιμένει. Μια γυναίκα που προσπαθεί να πάρει πίσω την αίγλη της. Η Αρβανίτη με απόλυτη ψυχραιμία έδωσε την πιο λιτή ερμηνεία της. Άψογη. Η Ελίνα Ρίζου ως Λώρα κάπου χάθηκε. Συνεπής σε αυτό που έκανε αλλά δυστυχώς πέρασε απαρατήρητη. Ήταν κάπως υποτονική. Ο Έκτορας Λίατσος ως Τζιμ ήταν εξαιρετικός. Ένας συμπαθητικός, όμορφος νεαρός. Μετρημένος, με σωστό ρυθμό απόλυτα ψύχραιμος άφησε ένα χαμόγελο στο κοινό. Δεν ήταν ένας αμερικανός ζεν πρεμιέ αλλά ένα παιδί του μόχθου. Το πρόβλημα της παράστασης ήταν ο Χάρης Φραγκούλης ως Τομ. Χωρίς μετρό, με μια φωνή αδούλευτη που συνεχώς γλιστρούσε, πρόσφερε μόνο εκνευρισμό στην πλατεία. Ναι ο Τομ εκρήγνυται αλλά δεν υστεριάζει, εδώ ο ηθοποιός δεν μπορούσε να οργανώσει τον ρόλο του. Δεν μπορούσε να μαζέψει με τίποτα το συναίσθημα του. Το μόνο που είδαμε ήταν μια συνεχόμενη υστερία, μια υπερβολή χωρίς λόγο και παντελή έλλειψη τεχνικής. Τόσο νέος, ταλαντούχος σίγουρα αλλά με μανιέρα, την κακώς εννοούμενη. Ένα κακοχωνεμένο ‘’Θέατρο Τέχνης’’ που η τεχνική δεν υπάρχει μπροστά στην περιβόητη "αλήθεια". Κρίμα.
Εν κατακλείδι: Ένα παραμύθι που πάντα θέλουμε να δούμε. Σίγουρα, πάρα τις σοβαρές αντιρρήσεις, δεν θα χάσετε τον χρόνο σας αν την επιλέξετε.
Του Γιάννη Τζέμη, 22/03/19
Υπόθεση: Στο έργο εξιστορείται μέσα από τις αναμνήσεις του Τομ η ζωή της οικογένειας Γουίνγκφιλντ, που την απαρτίζουν ο γιος Τομ, η μητέρα Αμάντα και η κόρη Λώρα. Ο πατέρας τούς έχει εγκαταλείψει για χρόνια κι εκείνοι ζουν σ' ένα δικό τους "γυάλινο κόσμο". Η μητέρα έχει έμμονη ιδέα με τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στο Νότο, ωστόσο τώρα δείχνει την εικόνα της "ξεπεσμένης καλλονής", ένα μοτίβο που επανέρχεται σε πολλά έργα του συγγραφέα. Ενώ η Αμάντα προσπαθεί να δώσει στα παιδιά της μια ζωή πέρα από την τυπικά φτωχική του Σαιντ Λούις που κατοικούν, είναι και η ίδια παγιδευμένη από τη μνήμη της ζωής της… μιας ζωής με χορούς, φλερτ και χρήματα, που τώρα έχει φύγει. Ο Τομ, που εργάζεται σε μια αποθήκη παπουτσιών και πληρώνει το ενοίκιο της οικογένειας, βρίσκει τη δική του απόδραση στο να πίνει και να πηγαίνει στον κινηματογράφο, ενώ η Λώρα δίνει όλη της την ενέργειά στη φροντίδα των γυάλινων ‘’θηρίων’’ της. Ο Τομ, πιεσμένος από τη μητέρα του, για να βοηθήσει να βρεθεί για την Λώρα ο κατάλληλος σύζυγος, καλεί έναν συνάδελφο του, τον Τζιμ, από την αποθήκη για φαγητό, έναν επισκέπτη από τον έξω κόσμο, με τον οποίο έχει ένα σύντομο φλερτ η Λώρα. Αυτό ωθεί την Αμάντα ακόμα πιο βαθιά στις εμμονές της και καθιστά τη Λώρα ακόμα πιο ευάλωτη και εύθραυστη, εκτίθεται σαν το γυάλινο θησαυρό της. Ωστόσο, τα πάντα γκρεμίζονται, καθώς ο Τζιμ διαλύει τις αυταπάτες τους κι έτσι επανέρχονται στη σκληρή πραγματικότητα. Το έντονα προσωπικό αριστούργημα του Williams εκθέτει την πολυπλοκότητα των αναμνήσεών μας και τους τρόπους με τους οποίους ποτέ δεν μπορούμε πραγματικά να τους ξεφύγουμε.
Η Παράσταση: Πόσες φορές μπορεί να αντέξει το κοινό να δει τον "Γυάλινο κόσμο"; Τι άλλο μπορεί να πει μια νέα παράσταση που δεν έχει ειπωθεί; Γιατί οι θίασοι το επιλέγουν ξανά και ξανά; Μετά την παράσταση σταθμό στο Εμπρός, έχω δει το συγκεκριμένο έργο τουλάχιστον τέσσερις φορές. Φεύγοντας από την παράσταση του Καραντζά σκεφτόμουν το λόγο που ανεβαίνει τόσο συχνά. Είναι "σιγουράκι" για επιτυχία; σίγουρα ναι. Οι πρωταγωνιστές θέλουν να παίξουν διακαώς τους ρόλους; σίγουρα ναι. Τελικά κατέληξα ότι το θέατρο πάνω απ' όλα είναι αυτό το δίωρο παραμύθι που θέλουμε ως κοινό να δούμε κι εδώ το παραμύθι είναι συγκλονιστικό. Έχουν περάσει 75 χρόνια απ' το πρώτο ανέβασμα στο Σικάγο κι όμως οι ρυτίδες του είναι ελάχιστες και ακόμα συνεπαίρνει το κοινό. Τι καινούργιο έφερε η παράσταση στο θέατρο "Οδού Κεφαλληνίας"; τίποτα, απλώς το παραμύθι ειπώθηκε όμορφα, με συνέπεια και αρκετή μαγεία. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς αυτή τη φορά δεν διέλυσε τον ρυθμό του έργου. Συνεπής και με πολλές ιδέες για όμορφες εικόνες, δημιούργησε μια έξοχη ατμόσφαιρα και η παράσταση του κράτησε το κοινό από την αρχή έως το τέλος. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να τιθασεύσει όλους τους ηθοποιούς. Οι συνεργάτες του τον βοήθησαν στον μέγιστο βαθμό. Η Ελένη Μανωλοπούλου μας θύμισε μέρες από το διπλανό θέατρο. Εκτός από τον Τομ και η σκηνογράφος έκανε μαγικά. Στην μικρή σκηνή του θεάτρου είδαμε να ξεπηδούν από παντού σκηνικά. Ένα ραγισμένο γυαλί, μια ραγισμένη οικογένεια, ένα σκηνικό σαν γλυπτό με vintage στοιχεία. Δεν αξιοποιήθηκε σωστά η γυάλινη κατασκευή στο βάθος. Τα εξαιρετικά διάφανα πορτρέτα δυσκόλεψαν την θέαση του κοινού. Ή Ιωάννα Τσάμη έφτιαξε έξυπνα, λιτά με μια νοσταλγική διάθεση κοστούμια. Τελικά το απλό είναι και το ωραιότερο. Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή όσο έπρεπε διακριτική και πειραγμένη, σήκωσε την παράσταση πολύ ψηλά. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ήταν ένα ποίημα. Μάθημα ατμόσφαιρας. Δυστυχώς η νέα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. Ο καλός μεταφραστής εδώ έχασε το μέτρο και την μαγεία του έργου. Οι ηθοποιοί δυσκολεύονται να την μιλήσουν και το κοινό να την κατανοήσει. Το εξαιρετικό, καλαίσθητο (όπως πάντα) πρόγραμμα περιέχει ολόκληρο το έργο.
Ερμηνείες: Η Μπέττυ Αρβανίτη έσκισε ως Αμάντα. Πήρε την παράσταση πάνω της και θριάμβευσε. Έφτιαξε μια μάνα που δεν ακούει αλλά επιμένει. Μια γυναίκα που προσπαθεί να πάρει πίσω την αίγλη της. Η Αρβανίτη με απόλυτη ψυχραιμία έδωσε την πιο λιτή ερμηνεία της. Άψογη. Η Ελίνα Ρίζου ως Λώρα κάπου χάθηκε. Συνεπής σε αυτό που έκανε αλλά δυστυχώς πέρασε απαρατήρητη. Ήταν κάπως υποτονική. Ο Έκτορας Λίατσος ως Τζιμ ήταν εξαιρετικός. Ένας συμπαθητικός, όμορφος νεαρός. Μετρημένος, με σωστό ρυθμό απόλυτα ψύχραιμος άφησε ένα χαμόγελο στο κοινό. Δεν ήταν ένας αμερικανός ζεν πρεμιέ αλλά ένα παιδί του μόχθου. Το πρόβλημα της παράστασης ήταν ο Χάρης Φραγκούλης ως Τομ. Χωρίς μετρό, με μια φωνή αδούλευτη που συνεχώς γλιστρούσε, πρόσφερε μόνο εκνευρισμό στην πλατεία. Ναι ο Τομ εκρήγνυται αλλά δεν υστεριάζει, εδώ ο ηθοποιός δεν μπορούσε να οργανώσει τον ρόλο του. Δεν μπορούσε να μαζέψει με τίποτα το συναίσθημα του. Το μόνο που είδαμε ήταν μια συνεχόμενη υστερία, μια υπερβολή χωρίς λόγο και παντελή έλλειψη τεχνικής. Τόσο νέος, ταλαντούχος σίγουρα αλλά με μανιέρα, την κακώς εννοούμενη. Ένα κακοχωνεμένο ‘’Θέατρο Τέχνης’’ που η τεχνική δεν υπάρχει μπροστά στην περιβόητη "αλήθεια". Κρίμα.
Εν κατακλείδι: Ένα παραμύθι που πάντα θέλουμε να δούμε. Σίγουρα, πάρα τις σοβαρές αντιρρήσεις, δεν θα χάσετε τον χρόνο σας αν την επιλέξετε.
Του Γιάννη Τζέμη, 22/03/19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου