Το Από Μηχανής Θέατρο παρουσιάζει μια παράσταση του έργου τού Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Λα Πουπέ».
Με όχημα ένα κείμενο ρεαλιστικό, ζωντανό και φαινομενικά απλό, η Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου πλάθει μια δυστοπική σκηνοθεσία δημιουργώντας ένα ιδιότυπο ανέβασμα για το συγκεκριμένο έργο, αφού αλλιώς το είχαμε «συνηθίσει» ως τώρα.
Η Ρίκα η μοδίστρα μονολογεί επί σκηνής για τα πράγματα που την απασχολούν, που την πληγώνουν, που την θυμώνουν. Το μίσος των ανθρώπων, η προβληματική σχέση με τους γονείς της, η αδυναμία που έχει στην κα Νέλλη κι ένα σωρό μικροπεριστατικά της καθημερινότητας ξεδιπλώνονται στο μονόπρακτο του Χατζηγιαννίδη «La poupée», που σημαίνει «Η κούκλα».
Και κάπως έτσι το έχουμε δει ως τώρα. Η Ρίκα έμοιαζε με κούκλα με εξπρεσιονιστικά μορφολογικά στοιχεία, ενίοτε γκροτέσκ, τόσο ενδυματολογικά όσο και σκηνογραφικά. Πράγμα πολύ ενδιαφέρον, που στην προκειμένη όμως δεν απαντάται. Η σκηνοθεσία της Αναγνωστοπούλου, διαρρηγνύοντας το εξωτερικό περίβλημα μιας επιφανειακής θεατρικής αναπαράστασης, ανιχνεύει κρυμμένες πτυχές του έργου με κατεύθυνση προς τον πυρήνα του. Στο βωμό όμως μιας διερευνητικής, ενδεχομένως πειραματικής ματιάς, θυσιάζει ορισμένους καρποφόρους θύλακες θεατρικότητας που υπάρχουν στο κείμενο, αποδίδοντάς τους εν τέλει με μια ρυθμική αφήγηση δια μικροφώνου.
Η αναμενόμενη αμηχανία των θεατών απέναντι στην στατική Θεοδώρου Τζήμου της αρχής, μετατράπηκε σε περιέργεια για το πώς θα εξελιχθεί η παράσταση και με τι τρόπο θα γεμίσει η σκηνή. Το εν λόγω σκηνοθετικό εγχείρημα θα μπορούσε να επιτύχει, αν όχι μια προσοικείωση, έστω μια πρώτη ακροθιγή επαφή ενός αμύητου θεατή με το είδος της performance (η παράσταση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια διότι υπάγεται σε άλλη ειδολογική ταξινόμηση). Άλλωστε αυτό το ανέβασμα δεν χρησιμοποιεί τους κώδικες μιας συμβατικής ρεαλιστικής σκηνικής απόδοσης, αλλά συχνά καταφεύγει σε κινήσεις και πράξεις που δεν παρουσιάζουν κάποια νοηματική ή φυσική συνέχεια.
Φωτίστηκαν νέες πτυχές της «Κούκλας». Μιας κούκλας ρομαντικής και συνάμα ροκ. Η σκηνοθέτις έδωσε μορφή στο πίσω κείμενο, οπτικοποιώντας μια μετα-κειμενική προσέγγιση, ερμηνεύοντας κριτικά το έργο του Χατζηγιαννίδη. Η παράσταση δεν είναι ένα ανέβασμα του «Λα Πουπέ», αλλά της ψίχας του. Των κρυμμένων μηνυμάτων του, χωρίς προσπάθεια ωραιοποίησης ή φτιασιδώματος.
Σε αυτό συμβάλλει η λειτουργία των videos και των τραγουδιών που χτίζει μια ατμόσφαιρα υποβλητική, δυσοίωνη, σχεδόν γκόθικ. Η συνταρακτική ερμηνεία της Τζήμου τη στιγμή των τραγουδιών είναι αναμφισβήτητα το αποκορύφωμα της παράστασης. Η υψηλή ένταση της μουσικής και οι σπαστές κινήσεις της ηθοποιού που παραπέμπουν όχι σε κούκλα, αλλά σε μαριονέτα, σε συνδυασμό με το βλέμμα και τη φωνή της δίνουν αυτό που πρέπει να δώσουν…
Για τους θεατές που θα χαρακτηρίσουν κενή ή δήθεν κουλτουριάρικη τη σκηνική μεταφορά του έργου, έχω να πω πως σίγουρα θα βρουν πολλούς να συμφωνήσουν, όμως προτού κρίνουν αβίαστα, θέτω στον αντίποδα της σκέψης τους τη διφυΐα της σκηνικής μεταφοράς ενός έργου. Από τη μία το κείμενο, ένα λογοτεχνικό προϊόν με μια εγγενή εκκρεμότητα, αυτή της σκηνικής του εκπλήρωσης, κι από την άλλη η παράσταση. Η Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου πάτησε στη ρευστή και διαρκώς επαναπροσδιοριζόμενη σχέση μεταξύ κειμένου και παράστασης και υιοθέτησε μια σκηνοθετική γραμμή πάνω στην οποία ισορροπούν ο θεατρικός πειραματισμός και η κειμενική πληρότητα: δύο πόλοι που δεν απειλούν ο ένας τον άλλον, αλλά συνομιλούν και αλληλοκρίνονται.
Το καθημερινό κοστούμι (Μιράντα Θεοδωρίδου) και το φυσικό μακιγιάζ, βγάζουν τη Ρίκα από το κουκλόσπιτο και της δίνουν σάρκα και οστά. Χαρακτήρας απτός, ίσως ένας αθώος, παιδικός εαυτός μας. Η Ρίκα γίνεται πρόσωπο υπαρκτό, που η αγνότητά του διαρκώς απειλείται και βάλλεται πανταχόθεν, τόσο που τελικά κάτω από το επίστρωμα του καλοπροαίρετου καθωσπρεπισμού της εδρεύει μια αγανακτισμένη ύπαρξη. Η μοναξιά ενός καλού ανθρώπου που καταδύεται εκών άκων σε θάλασσα που βρίθει καρχαριών. Η μόνη περίπτωση να επιβιώσει είναι να γίνει ένας απ’ αυτούς. Και γίνεται. Η αμφισημία του τέλους της παράστασης που παρουσιάζεται ως λυτρωτικό ξέσπασμα της ηρωίδας η οποία νικά τα ταμπού της και επιτέλους αρθρώνει τις κακές λέξεις που χρόνια απαγόρευε στον εαυτό της, γίνεται αντιληπτή αργότερα. Αφού «κάτσει» η παράσταση μέσα σου• διότι σε μια πρώτη ανάγνωση φαντάζει άκρως απελευθερωτικό το να αλαλάζεις ανερυθρίαστα ό,τι περιλαμβάνει το υβρεολόγιο που έχεις διαμορφώσει ως απλώς ακροατής και ποτέ χρήστης του• με μια δεύτερη ματιά όμως, αυτό που συμβαίνει είναι άλλο. Η προσωρινή ανακούφιση που αισθάνεται η ηρωίδα έχει αφαιρέσει μια κλωστή από το ρούχο της αγνότητας που επέμενε να φορά, παρά την ηλικία της, και εν τέλει αντί να κάνει ένα βήμα προς την αποκατάσταση της ελλειμματικής επικοινωνίας με τους γύρω της, απλώς πλησιάζει στην ηθικώς ευτελή πλευρά τους που μόνο να την αλλοτριώσει από τον εαυτό της μπορεί. Δεν μιλάμε για ένα ουσιαστικά απελευθερωτικό ξέσπασμα. Η Ρίκα μετά από αυτό δεν θα είναι ίδια. Μπορεί να είναι πιο ελεύθερη, μα δεν θα είναι ο εαυτός της. Θα κάνει αυτό που κατέκρινε. Θα βρίζει. Αύριο θα αρχίσει να αισθάνεται μίσος (πράγμα που εξ αρχής είχε δηλώσει πως αποστρέφεται και δεν κατανοεί). Μεθαύριο θα γίνει σαν την αντιπαθητική κόρη της κας Νέλλης που απαγόρευσε στην Ρίκα να μιλάει στην κα Νέλλη. Η Ρίκα θα αλλοιωθεί, θα εξομοιωθεί, θα φθαρεί. Άλλωστε το λέει και η ίδια: «Όσο πιο ανυπεράσπιστος είσαι τόσο πιο πολύ θέλουν οι άλλοι να σε εξοντώσουν».
Όλα τα παραπάνω ενσαρκώθηκαν άψογα και δεξιοτεχνικά από την Θεοδώρα Τζήμου.
Αν η σχέση με το κείμενο δεν ήταν τόσο διαρκής και συνεπής, η παράσταση θα μπορούσε να υπαχθεί – με κόπο και κάπως επιπόλαια – στην κατηγορία του μεταδραματικού θεάτρου. Ωστόσο, έχοντας το αποτέλεσμα τούτο, μένει στο μυαλό μου ένα «ναι μεν, αλλά…». Η παράσταση δεν «έσπασε αυγά», αλλά θα μπορούσε. Δεν έφτασε στα άκρα, αλλά θα μπορούσε. Και κάτι μου λέει πως αν γινόταν αυτό το ένα βήμα παρά πέρα, αν η σχέση με το κείμενο ετίθετο σε διαφορετική βάση, θα μιλούσαμε για το πιο ανατρεπτικό ανέβασμα που έχει γίνει ποτέ στο «Λα Πουπέ» και αναμφίβολα θα το θυμόμασταν για χρόνια.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στον παρακάτω σύνδεσμο: http://quintatheater.blogspot.com/2019/01/blog-post_38.html#more
Γράφει η Κατερίνα Πεσταματζόγλου, 13/03/19
Με όχημα ένα κείμενο ρεαλιστικό, ζωντανό και φαινομενικά απλό, η Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου πλάθει μια δυστοπική σκηνοθεσία δημιουργώντας ένα ιδιότυπο ανέβασμα για το συγκεκριμένο έργο, αφού αλλιώς το είχαμε «συνηθίσει» ως τώρα.
Η Ρίκα η μοδίστρα μονολογεί επί σκηνής για τα πράγματα που την απασχολούν, που την πληγώνουν, που την θυμώνουν. Το μίσος των ανθρώπων, η προβληματική σχέση με τους γονείς της, η αδυναμία που έχει στην κα Νέλλη κι ένα σωρό μικροπεριστατικά της καθημερινότητας ξεδιπλώνονται στο μονόπρακτο του Χατζηγιαννίδη «La poupée», που σημαίνει «Η κούκλα».
Και κάπως έτσι το έχουμε δει ως τώρα. Η Ρίκα έμοιαζε με κούκλα με εξπρεσιονιστικά μορφολογικά στοιχεία, ενίοτε γκροτέσκ, τόσο ενδυματολογικά όσο και σκηνογραφικά. Πράγμα πολύ ενδιαφέρον, που στην προκειμένη όμως δεν απαντάται. Η σκηνοθεσία της Αναγνωστοπούλου, διαρρηγνύοντας το εξωτερικό περίβλημα μιας επιφανειακής θεατρικής αναπαράστασης, ανιχνεύει κρυμμένες πτυχές του έργου με κατεύθυνση προς τον πυρήνα του. Στο βωμό όμως μιας διερευνητικής, ενδεχομένως πειραματικής ματιάς, θυσιάζει ορισμένους καρποφόρους θύλακες θεατρικότητας που υπάρχουν στο κείμενο, αποδίδοντάς τους εν τέλει με μια ρυθμική αφήγηση δια μικροφώνου.
Η αναμενόμενη αμηχανία των θεατών απέναντι στην στατική Θεοδώρου Τζήμου της αρχής, μετατράπηκε σε περιέργεια για το πώς θα εξελιχθεί η παράσταση και με τι τρόπο θα γεμίσει η σκηνή. Το εν λόγω σκηνοθετικό εγχείρημα θα μπορούσε να επιτύχει, αν όχι μια προσοικείωση, έστω μια πρώτη ακροθιγή επαφή ενός αμύητου θεατή με το είδος της performance (η παράσταση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια διότι υπάγεται σε άλλη ειδολογική ταξινόμηση). Άλλωστε αυτό το ανέβασμα δεν χρησιμοποιεί τους κώδικες μιας συμβατικής ρεαλιστικής σκηνικής απόδοσης, αλλά συχνά καταφεύγει σε κινήσεις και πράξεις που δεν παρουσιάζουν κάποια νοηματική ή φυσική συνέχεια.
Φωτίστηκαν νέες πτυχές της «Κούκλας». Μιας κούκλας ρομαντικής και συνάμα ροκ. Η σκηνοθέτις έδωσε μορφή στο πίσω κείμενο, οπτικοποιώντας μια μετα-κειμενική προσέγγιση, ερμηνεύοντας κριτικά το έργο του Χατζηγιαννίδη. Η παράσταση δεν είναι ένα ανέβασμα του «Λα Πουπέ», αλλά της ψίχας του. Των κρυμμένων μηνυμάτων του, χωρίς προσπάθεια ωραιοποίησης ή φτιασιδώματος.
Σε αυτό συμβάλλει η λειτουργία των videos και των τραγουδιών που χτίζει μια ατμόσφαιρα υποβλητική, δυσοίωνη, σχεδόν γκόθικ. Η συνταρακτική ερμηνεία της Τζήμου τη στιγμή των τραγουδιών είναι αναμφισβήτητα το αποκορύφωμα της παράστασης. Η υψηλή ένταση της μουσικής και οι σπαστές κινήσεις της ηθοποιού που παραπέμπουν όχι σε κούκλα, αλλά σε μαριονέτα, σε συνδυασμό με το βλέμμα και τη φωνή της δίνουν αυτό που πρέπει να δώσουν…
Για τους θεατές που θα χαρακτηρίσουν κενή ή δήθεν κουλτουριάρικη τη σκηνική μεταφορά του έργου, έχω να πω πως σίγουρα θα βρουν πολλούς να συμφωνήσουν, όμως προτού κρίνουν αβίαστα, θέτω στον αντίποδα της σκέψης τους τη διφυΐα της σκηνικής μεταφοράς ενός έργου. Από τη μία το κείμενο, ένα λογοτεχνικό προϊόν με μια εγγενή εκκρεμότητα, αυτή της σκηνικής του εκπλήρωσης, κι από την άλλη η παράσταση. Η Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου πάτησε στη ρευστή και διαρκώς επαναπροσδιοριζόμενη σχέση μεταξύ κειμένου και παράστασης και υιοθέτησε μια σκηνοθετική γραμμή πάνω στην οποία ισορροπούν ο θεατρικός πειραματισμός και η κειμενική πληρότητα: δύο πόλοι που δεν απειλούν ο ένας τον άλλον, αλλά συνομιλούν και αλληλοκρίνονται.
Το καθημερινό κοστούμι (Μιράντα Θεοδωρίδου) και το φυσικό μακιγιάζ, βγάζουν τη Ρίκα από το κουκλόσπιτο και της δίνουν σάρκα και οστά. Χαρακτήρας απτός, ίσως ένας αθώος, παιδικός εαυτός μας. Η Ρίκα γίνεται πρόσωπο υπαρκτό, που η αγνότητά του διαρκώς απειλείται και βάλλεται πανταχόθεν, τόσο που τελικά κάτω από το επίστρωμα του καλοπροαίρετου καθωσπρεπισμού της εδρεύει μια αγανακτισμένη ύπαρξη. Η μοναξιά ενός καλού ανθρώπου που καταδύεται εκών άκων σε θάλασσα που βρίθει καρχαριών. Η μόνη περίπτωση να επιβιώσει είναι να γίνει ένας απ’ αυτούς. Και γίνεται. Η αμφισημία του τέλους της παράστασης που παρουσιάζεται ως λυτρωτικό ξέσπασμα της ηρωίδας η οποία νικά τα ταμπού της και επιτέλους αρθρώνει τις κακές λέξεις που χρόνια απαγόρευε στον εαυτό της, γίνεται αντιληπτή αργότερα. Αφού «κάτσει» η παράσταση μέσα σου• διότι σε μια πρώτη ανάγνωση φαντάζει άκρως απελευθερωτικό το να αλαλάζεις ανερυθρίαστα ό,τι περιλαμβάνει το υβρεολόγιο που έχεις διαμορφώσει ως απλώς ακροατής και ποτέ χρήστης του• με μια δεύτερη ματιά όμως, αυτό που συμβαίνει είναι άλλο. Η προσωρινή ανακούφιση που αισθάνεται η ηρωίδα έχει αφαιρέσει μια κλωστή από το ρούχο της αγνότητας που επέμενε να φορά, παρά την ηλικία της, και εν τέλει αντί να κάνει ένα βήμα προς την αποκατάσταση της ελλειμματικής επικοινωνίας με τους γύρω της, απλώς πλησιάζει στην ηθικώς ευτελή πλευρά τους που μόνο να την αλλοτριώσει από τον εαυτό της μπορεί. Δεν μιλάμε για ένα ουσιαστικά απελευθερωτικό ξέσπασμα. Η Ρίκα μετά από αυτό δεν θα είναι ίδια. Μπορεί να είναι πιο ελεύθερη, μα δεν θα είναι ο εαυτός της. Θα κάνει αυτό που κατέκρινε. Θα βρίζει. Αύριο θα αρχίσει να αισθάνεται μίσος (πράγμα που εξ αρχής είχε δηλώσει πως αποστρέφεται και δεν κατανοεί). Μεθαύριο θα γίνει σαν την αντιπαθητική κόρη της κας Νέλλης που απαγόρευσε στην Ρίκα να μιλάει στην κα Νέλλη. Η Ρίκα θα αλλοιωθεί, θα εξομοιωθεί, θα φθαρεί. Άλλωστε το λέει και η ίδια: «Όσο πιο ανυπεράσπιστος είσαι τόσο πιο πολύ θέλουν οι άλλοι να σε εξοντώσουν».
Όλα τα παραπάνω ενσαρκώθηκαν άψογα και δεξιοτεχνικά από την Θεοδώρα Τζήμου.
Αν η σχέση με το κείμενο δεν ήταν τόσο διαρκής και συνεπής, η παράσταση θα μπορούσε να υπαχθεί – με κόπο και κάπως επιπόλαια – στην κατηγορία του μεταδραματικού θεάτρου. Ωστόσο, έχοντας το αποτέλεσμα τούτο, μένει στο μυαλό μου ένα «ναι μεν, αλλά…». Η παράσταση δεν «έσπασε αυγά», αλλά θα μπορούσε. Δεν έφτασε στα άκρα, αλλά θα μπορούσε. Και κάτι μου λέει πως αν γινόταν αυτό το ένα βήμα παρά πέρα, αν η σχέση με το κείμενο ετίθετο σε διαφορετική βάση, θα μιλούσαμε για το πιο ανατρεπτικό ανέβασμα που έχει γίνει ποτέ στο «Λα Πουπέ» και αναμφίβολα θα το θυμόμασταν για χρόνια.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στον παρακάτω σύνδεσμο: http://quintatheater.blogspot.com/2019/01/blog-post_38.html#more
Γράφει η Κατερίνα Πεσταματζόγλου, 13/03/19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου