Ένα θέατρο απλότητας και αλήθειας χωρίς βεβιασμένους εκσυγχρονισμούς είδαμε στη σκηνή του Faust από τον Πέρη Μιχαηλίδη, ο οποίος σκηνοθετώντας το εμβληματικό μονόπρακτο του Δ. Κεχαΐδη «Το Τάβλι» (πρωτοπαίχτηκε το 1972), ψηλάφισε τις πτυχές αυτού του τύπου που γενικευτικά αποκαλούμε Έλληνα της μεταπολίτευσης.
Το έργο, με πρωταγωνιστές δύο άνδρες που παίζουν τάβλι, μιλάει για τον φτωχό λαϊκό άνθρωπο και την προσωπική του Μεγάλη Ιδέα: να γίνει πλούσιος. Ο Φώντας και ο Κόλιας· ο μεν αριβίστας και οραματιστής, ο δε επαναπαυμένος και αποκαρδιωμένος. Παίζοντας τάβλι συζητούν για το μεγαλεπήβολο σχέδιο που οργάνωσε στο μυαλό του ο Φώντας ενόσω καθόταν στην τουαλέτα και διάβαζε στην εφημερίδα για τα πεινασμένα παιδιά της Μπιάφρα. Η ηθική του σχεδίου του, ήταν ανάλογη με τον τόπο σύλληψής της.
Αν θες να εκμεταλλευτείς έναν άνθρωπο, βοήθησέ τον. Αυτή η ατάκα του έργου διέπει ολόκληρο το σχέδιο του Φώντα το οποίο βασιζόταν στην επιτακτική ανάγκη των κατοίκων της Μπιάφρα για φαγητό. Στόχος του σχεδίου η εργασία των μαύρων στην Ελλάδα με πενιχρό μισθό και χωρίς ασφάλιση, αλλά με παροχή ενδυμασίας και σίτισης.
Την εποχή της παρουσίασης του έργου οι εργασιακές συνθήκες της Ελλάδας ήταν διαφορετικές, όπως επίσης και η πληθυσμιακή της σύσταση. Η κατάσταση της εκμετάλλευσης που ονειρευόταν ο Φώντας να επιβάλει στους αλλοδαπούς εργαζομένους του, έχει πλέον καθολικευθεί και δεν την υφίστανται μονάχα οι ξένοι μα και οι Έλληνες. Παρ’ όλ’ αυτά το έργο έχει καθιερωθεί στις αντιλήψεις μας κυρίως σαν μια ανατομία της μεταπολεμικής Ελλάδας με τον μικροαστό και αφελή λαϊκό άνθρωπο που παλεύει με θεμιτά κι αθέμιτα μέσα να αποδράσει από το οικονομικό του τέλμα.
Το «Τάβλι» είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο δυστοπικά και προφητικά έργα της νεοελληνικής δραματουργίας που με καυστικό χιούμορ ασκεί έντονη κριτική όχι μόνο στην κοινωνία της εποχής του, αλλά κυρίως στην κοινωνία τη δική μας, τη σημερινή. Είναι από τα πιο επίκαιρα, σύγχρονα και σκωπτικά θεατρικά κείμενα που έχουμε. Και αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίζει γιατί το κουτοπόνηρο σχέδιο του Φώντα που μας προκαλεί θυμηδία, είναι η παγιωμένη πραγματικότητα που βιώνουμε.
Στη μέση το τάβλι και δυο καρέκλες, χαμηλότερα μπροστά τους, ένα μπαουλάκι. Στο βάθος δεξιά ένα λευκό πουκάμισο στην πλάτη μιας καρέκλας, φωτισμένο υποβλητικά, επιβάλλει την παρουσία του σα να μας λέει πως όλα αυτά τα μάταια σχέδια, τα θνησιγενή όνειρα, οι άκαρπες προσπάθειες δε γίνονται παρά για ένα πουκάμισο αδειανό, μιαν «Ελένη». Μια σεφερική «Ελένη» κυνηγάει μια ζωή ο Φώντας και ο κάθε Φώντας. Η αποτυχία και αυτού του σχεδίου του πλανάται στον αέρα· θα χαθεί κι αυτό το πλάνο όπως όλα τ’ άλλα. Τα ξηλωμένα κουμπιά των πουκαμίσων τους συμβολίζουν τα σχέδιά τους. Σχέδια που ράβονται κι έπειτα ξηλώνονται και πάλι απ’ την αρχή. Ο Κόλιας περιμένει την γυναίκα του για να ράψει το κουμπί, ενώ ο Φώντας το κάνει μόνος του· συμβολισμοί της στάσης ζωής του καθενός. Ο ένας περιμένει στωικά κάποιον να τον σώσει και ο άλλος αναλαμβάνει μοναχός του.
Η ρεαλιστική σκιαγράφηση των δύο προσώπων από τον συγγραφέα καθώς και η εμβάθυνσή του στους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους σε συνδυασμό με την κωμική τους παρουσίαση, σίγουρα δεν τους κάνουν αντιπαθείς στο κοινό. Εξάλλου η χαμηλή κοινωνική τους θέση και η ανθρωπιά που κρύβουν μέσα τους, λειτουργούν τρόπον τινά ως ελαφρυντικά για τις κωμικοτραγικές πράξεις τους.
Οι προσεγγίσεις των ηθοποιών στην απόδοση του ρόλου τους διέφεραν σε ερμηνευτικό και εκφραστικό επίπεδο. Ο μεν Φίλιππος Σοφιανός ενσαρκώνει τον Κόλια αμιγώς ρεαλιστικά, βουτάει στο βάθος του ρόλου του και αλιεύει την κάθε μικρή λεπτομέρεια που χρειάζεται για να παρουσιάσει τον άλλοτε αγωνιστή της Κατοχής (ή δοσίλογο κατά τα λεγόμενα του Φώντα), τον κουρασμένο, τον απογοητευμένο, τον εφησυχασμένο Κόλια που όνειρό του άπιαστο είναι η κυκλοφορία του αυτοβιογραφικού του βιβλίου. Ο δε Πέρης Μιχαηλίδης κάποιες φορές στέκεται κριτικά απέναντι στον Φώντα και με γκροτέσκο γκριμάτσες και κινήσεις δείχνει την λαϊκή ψευτομαγκιά και την αλαζονεία του «οραματιστή». Η ερμηνεία του λιτή και εύστοχη στα κωμικά σημεία. Ο Φώντας του Μιχαηλίδη έμοιαζε σαν να ξέρει ότι θα αποτύχει ξανά, μα ποτέ δε σταματά να ελπίζει αγωνιζόμενος να μην παραδοθεί στην αναπόδραστη μοίρα του φτωχού.
Η σκηνοθεσία με ρυθμό, χωρίς πλατειασμούς, οι φωτισμοί απλοί, η μουσική ταιριαστή, η παράσταση δεμένη και ευχάριστη. Δεν είδαμε κάποια σκηνική ή δραματουργική ανανέωση, δεν αναθεωρήσαμε κάτι χάρη στη σκηνοθεσία. Και αυτό είναι το επίτευγμά της· το γεγονός ότι δεν υπέδειξε κάποιον δρόμο, δεν πρότεινε κάτι ανατρεπτικό. Απλώς παρουσίασε. Απλώς έστησε τον καθρέφτη απέναντί μας. Τα όπλα τούτης της παράστασης είναι η απλότητα και η αυθεντικότητά της. Χωρίς να εκλαϊκεύεται, κράτησε το εγγενές λαϊκό στοιχείο δίχως να ολισθαίνει προς το κιτς ή το ξεπερασμένο και δίχως να το χρησιμοποιεί (επι)κριτικά.
Το «Τάβλι» δεν είναι πια η προσπάθεια δυο φτωχών να πιάσουν την καλή. Είναι ο παγερός καθρέφτης του σήμερα, αφού κάποιος άλλος Φώντας υλοποίησε το περιβόητο σχέδιο και σήμερα πράγματι ζει πλούσιος. Κάποιος άλλος Φώντας, δίχως βιώματα κατοχικά, δίχως την αφέλεια της κουτοπονηριάς, δίχως το άλλοθι της στέρησης, μπόρεσε να φτάσει σε κάποια άλλη Μπιάφρα. Κάποιος άλλος Φώντας έγινε μέγας κι ας εκμεταλλεύεται ανθρώπινες ζωές. Κάποιος άλλος Φώντας, τελικά τα κατάφερε.
Της Κατερίνας Πεσταματζόγλου, 28/5/19
Το έργο, με πρωταγωνιστές δύο άνδρες που παίζουν τάβλι, μιλάει για τον φτωχό λαϊκό άνθρωπο και την προσωπική του Μεγάλη Ιδέα: να γίνει πλούσιος. Ο Φώντας και ο Κόλιας· ο μεν αριβίστας και οραματιστής, ο δε επαναπαυμένος και αποκαρδιωμένος. Παίζοντας τάβλι συζητούν για το μεγαλεπήβολο σχέδιο που οργάνωσε στο μυαλό του ο Φώντας ενόσω καθόταν στην τουαλέτα και διάβαζε στην εφημερίδα για τα πεινασμένα παιδιά της Μπιάφρα. Η ηθική του σχεδίου του, ήταν ανάλογη με τον τόπο σύλληψής της.
Αν θες να εκμεταλλευτείς έναν άνθρωπο, βοήθησέ τον. Αυτή η ατάκα του έργου διέπει ολόκληρο το σχέδιο του Φώντα το οποίο βασιζόταν στην επιτακτική ανάγκη των κατοίκων της Μπιάφρα για φαγητό. Στόχος του σχεδίου η εργασία των μαύρων στην Ελλάδα με πενιχρό μισθό και χωρίς ασφάλιση, αλλά με παροχή ενδυμασίας και σίτισης.
Την εποχή της παρουσίασης του έργου οι εργασιακές συνθήκες της Ελλάδας ήταν διαφορετικές, όπως επίσης και η πληθυσμιακή της σύσταση. Η κατάσταση της εκμετάλλευσης που ονειρευόταν ο Φώντας να επιβάλει στους αλλοδαπούς εργαζομένους του, έχει πλέον καθολικευθεί και δεν την υφίστανται μονάχα οι ξένοι μα και οι Έλληνες. Παρ’ όλ’ αυτά το έργο έχει καθιερωθεί στις αντιλήψεις μας κυρίως σαν μια ανατομία της μεταπολεμικής Ελλάδας με τον μικροαστό και αφελή λαϊκό άνθρωπο που παλεύει με θεμιτά κι αθέμιτα μέσα να αποδράσει από το οικονομικό του τέλμα.
Το «Τάβλι» είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο δυστοπικά και προφητικά έργα της νεοελληνικής δραματουργίας που με καυστικό χιούμορ ασκεί έντονη κριτική όχι μόνο στην κοινωνία της εποχής του, αλλά κυρίως στην κοινωνία τη δική μας, τη σημερινή. Είναι από τα πιο επίκαιρα, σύγχρονα και σκωπτικά θεατρικά κείμενα που έχουμε. Και αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίζει γιατί το κουτοπόνηρο σχέδιο του Φώντα που μας προκαλεί θυμηδία, είναι η παγιωμένη πραγματικότητα που βιώνουμε.
Στη μέση το τάβλι και δυο καρέκλες, χαμηλότερα μπροστά τους, ένα μπαουλάκι. Στο βάθος δεξιά ένα λευκό πουκάμισο στην πλάτη μιας καρέκλας, φωτισμένο υποβλητικά, επιβάλλει την παρουσία του σα να μας λέει πως όλα αυτά τα μάταια σχέδια, τα θνησιγενή όνειρα, οι άκαρπες προσπάθειες δε γίνονται παρά για ένα πουκάμισο αδειανό, μιαν «Ελένη». Μια σεφερική «Ελένη» κυνηγάει μια ζωή ο Φώντας και ο κάθε Φώντας. Η αποτυχία και αυτού του σχεδίου του πλανάται στον αέρα· θα χαθεί κι αυτό το πλάνο όπως όλα τ’ άλλα. Τα ξηλωμένα κουμπιά των πουκαμίσων τους συμβολίζουν τα σχέδιά τους. Σχέδια που ράβονται κι έπειτα ξηλώνονται και πάλι απ’ την αρχή. Ο Κόλιας περιμένει την γυναίκα του για να ράψει το κουμπί, ενώ ο Φώντας το κάνει μόνος του· συμβολισμοί της στάσης ζωής του καθενός. Ο ένας περιμένει στωικά κάποιον να τον σώσει και ο άλλος αναλαμβάνει μοναχός του.
Η ρεαλιστική σκιαγράφηση των δύο προσώπων από τον συγγραφέα καθώς και η εμβάθυνσή του στους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους σε συνδυασμό με την κωμική τους παρουσίαση, σίγουρα δεν τους κάνουν αντιπαθείς στο κοινό. Εξάλλου η χαμηλή κοινωνική τους θέση και η ανθρωπιά που κρύβουν μέσα τους, λειτουργούν τρόπον τινά ως ελαφρυντικά για τις κωμικοτραγικές πράξεις τους.
Οι προσεγγίσεις των ηθοποιών στην απόδοση του ρόλου τους διέφεραν σε ερμηνευτικό και εκφραστικό επίπεδο. Ο μεν Φίλιππος Σοφιανός ενσαρκώνει τον Κόλια αμιγώς ρεαλιστικά, βουτάει στο βάθος του ρόλου του και αλιεύει την κάθε μικρή λεπτομέρεια που χρειάζεται για να παρουσιάσει τον άλλοτε αγωνιστή της Κατοχής (ή δοσίλογο κατά τα λεγόμενα του Φώντα), τον κουρασμένο, τον απογοητευμένο, τον εφησυχασμένο Κόλια που όνειρό του άπιαστο είναι η κυκλοφορία του αυτοβιογραφικού του βιβλίου. Ο δε Πέρης Μιχαηλίδης κάποιες φορές στέκεται κριτικά απέναντι στον Φώντα και με γκροτέσκο γκριμάτσες και κινήσεις δείχνει την λαϊκή ψευτομαγκιά και την αλαζονεία του «οραματιστή». Η ερμηνεία του λιτή και εύστοχη στα κωμικά σημεία. Ο Φώντας του Μιχαηλίδη έμοιαζε σαν να ξέρει ότι θα αποτύχει ξανά, μα ποτέ δε σταματά να ελπίζει αγωνιζόμενος να μην παραδοθεί στην αναπόδραστη μοίρα του φτωχού.
Η σκηνοθεσία με ρυθμό, χωρίς πλατειασμούς, οι φωτισμοί απλοί, η μουσική ταιριαστή, η παράσταση δεμένη και ευχάριστη. Δεν είδαμε κάποια σκηνική ή δραματουργική ανανέωση, δεν αναθεωρήσαμε κάτι χάρη στη σκηνοθεσία. Και αυτό είναι το επίτευγμά της· το γεγονός ότι δεν υπέδειξε κάποιον δρόμο, δεν πρότεινε κάτι ανατρεπτικό. Απλώς παρουσίασε. Απλώς έστησε τον καθρέφτη απέναντί μας. Τα όπλα τούτης της παράστασης είναι η απλότητα και η αυθεντικότητά της. Χωρίς να εκλαϊκεύεται, κράτησε το εγγενές λαϊκό στοιχείο δίχως να ολισθαίνει προς το κιτς ή το ξεπερασμένο και δίχως να το χρησιμοποιεί (επι)κριτικά.
Το «Τάβλι» δεν είναι πια η προσπάθεια δυο φτωχών να πιάσουν την καλή. Είναι ο παγερός καθρέφτης του σήμερα, αφού κάποιος άλλος Φώντας υλοποίησε το περιβόητο σχέδιο και σήμερα πράγματι ζει πλούσιος. Κάποιος άλλος Φώντας, δίχως βιώματα κατοχικά, δίχως την αφέλεια της κουτοπονηριάς, δίχως το άλλοθι της στέρησης, μπόρεσε να φτάσει σε κάποια άλλη Μπιάφρα. Κάποιος άλλος Φώντας έγινε μέγας κι ας εκμεταλλεύεται ανθρώπινες ζωές. Κάποιος άλλος Φώντας, τελικά τα κατάφερε.
Της Κατερίνας Πεσταματζόγλου, 28/5/19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου