Η Σέλμα, μια Τσέχα μετανάστρια στην Ουάσιγκτον της Αμερικής, χάνει σταδιακά την όρασή της, εξαιτίας μιας σπανιότατης ασθένειας. Στην προσπάθειά της να σώσει τον μονάκριβό γιο της από τη δική του κληρονομική ατυχία, βρίσκεται μπλεγμένη σε μία σειρά απίθανων – κυριολεκτικά – καταστάσεων. Κι όμως, αυτή η κακότυχη γυναίκα δε χάνει ποτέ ευκαιρία να ονειρεύεται, να χορεύει, να τραγουδά και να μετατρέπει τη μαυρίλα της ζωής της σε έναν έγχρωμο πίνακα. Αυτόν που δεν μπορεί να δει… Η προσωποποίηση της αισιοδοξίας...
Αυτή η παράσταση είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας. Η Σέλμα (Δήμητρα Κολλά) δουλεύει σ΄ένα εργοστάσιο, μαζί με την επιστήθια φίλη της Κάθυ (Βιργινία Ταμπαροπούλου), υπό την επίβλεψη του Νόρμαν (Σωτήρης Μεντζέλος). Την πολιορκεί διακριτικά ερωτικά ο Τζεφ (Θοδωρής Αντωνιάδης), ο οποίος μαζί με την Κάθυ είναι οι φύλακες-άγγελοί της. Η Σέλμα ζει με το γιο της Τζην (Αντώνης Σταμόπουλος) σ΄ένα τροχόσπιτο, μέσα στην ιδιοκτησία του αστυνομικού Μπιλ (Στέλιος Καλαϊτζής) και της συζύγου του Λίντα (Ράσμι Σούκουλη). Η μόνη της παρηγοριά είναι το παιδί της και τα μιούζικαλ, που παρακολουθεί συχνά στον κινηματογράφο με την Κάθυ. Τακτικά, συμμετέχει ερασιτεχνικά σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Σαμουήλ (Πωλ Ζαχαριάδης). Μετά τον εγκλεισμό της στη φυλακή, ο μόνος άνθρωπος που της συμπαραστέκεται, είναι η φιλική δεσμοφύλακας Μπρέντα (Ορνέλα Λούτη).
Για μία ακόμη φορά, αποκάλυψη η Δήμητρα Κολλά. Δεν ερμηνεύει απλά ένα δύσκολο ρόλο, αλλά βιώνει στο έπακρο τη ζωή της φτωχής Τσέχας εργάτριας, με τη μεγάλη καρδιά. Διάχυτη ευαισθησία, γλυκύτητα, υπομονή και στωικότητα για το δικό της προσωπικό πρόβλημα, αλλά όχι για του παιδιού της. Γνωρίζει πολύ καλά τη μοίρα της και προσπαθεί διαρκώς να την ελέγξει ή να την αποφύγει, διασκεδάζοντας την οδυνηρή πραγματικότητα. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό, η Κολλά δεν προσπαθεί να καλλωπίσει το ρόλο, αλλά να τον αποδώσει ρεαλιστικά. Και παράλληλα χορεύει και τραγουδά. Με μία κομψότητα, τρυφερότητα, ζεστασιά κι ευγένεια, που σου έρχεται να κατέβεις στη σκηνή και να αγκαλιάσεις με στοργή την αδυναμία της... Ήταν δε συγκλονιστική στην τελευταία σκηνή με το απροσδόκητο τέλος...
Η Βιργινία Ταμπαροπούλου επίσης σε πολύ δυνατό ρόλο. Αρωγός και υπέρμαχη του αγώνα της Σέλμα, η Κάθυ επεμβαίνει δυναμικά και σωτήρια, σαν Από Μηχανής Θεός, όταν εκείνη την έχει ανάγκη (ακόμη κι όταν η ίδια δεν το γνωρίζει). Ενδεχομένως να φαίνεται κάπως αβανταδόρικος ο ρόλος, στην πραγματικότητα όμως, αποκαλύπτει μια πτυχή του υποκριτικού της ταλέντου, που απέχει μακράν από τους υπόλοιπους ρόλους που την έχουμε δει να ερμηνεύει. Η επιπλέον δε βραχνάδα στη φωνή της, προσέδωσε έναν τόνο αυξημένης αποφασιστικότητας και σταθερότητας, στη χαρακτηριστικότατη χροιά της, ακριβώς όπως το απαιτούσε ο ρόλος.
Μου άρεσε εξαιρετικά ο Στέλιος Καλαϊτζής, γιατί κατάφερε να περάσει την ανήθικη πράξη του με έναν ελεγχόμενο καθωσπρεπισμό. Ο καλός γείτονας ο Μπιλ ο αστυνομικός, έκανε την ανομία του, την οποία όμως μετάνοιωσε πολύ γρήγορα και ζήτησε από τη Σέλμα εξιλέωση, με τον πιο δύσκολο τρόπο. Και στο τέλος, κατάφερε να τον συμπονέσουμε για τη μετάνοια του και το θάρρος που δεν κατόρθωσε να επιδείξει!
Ξεχώρισα δε, και τον Πωλ Ζαχαριάδη, τον γοητευτικό πολυτάλαντο καλλιτέχνη, που μας μάγεψε για άλλη μια φορά με την ιδιαιτερότητα της φωνής του και προσέδωσε πόντους στο κύριο ρόλο που ερμήνευσε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, εκτός από την Κολλά, την Ταμπαροπούλου και τον Σταμόπουλο (που παρεμπιπτόντως υποδύεται εξαιρετικά τον καλόβολο γιο της Σέλμα), όλα τα υπόλοιπα παιδιά ερμηνεύουν αξιέπαινα παραπάνω από έναν μικρότερους ρόλους.
Κι όλα αυτά σ΄ένα θεατρικό δράμα (με τα ευχάριστα ενσωματωμένα προσωπικά μουσικά διαλείμματα της Σέλμα), όπως το εμπνεύστηκε ο Δανός σεναριογράφος, σκηνοθέτης, κινηματογραφιστής και παραγωγός Λαρς φον Τρίερ και το μετέφερε και υλοποίησε για το Ελληνικό θεατρικό κοινό ο Δημήτρης Καρατζιάς. Η παράσταση δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την κινηματογραφική παραγωγή. Ο Καρατζιάς απέφυγε τεχνηέντως την υιοθέτηση πρακτικών του πρωτοτύπου κι αψήφησε τους αντισυμβατικούς κανόνες του Δανού δημιουργού. Και δεν είναι καθόλου επιθετικός! Aντίθετα μάλιστα. Χωρίς να “προσβάλλει” τους θεατές, που συμμετέχουν απρόσωπα κι επιδερμικά στο θέαμα, τους προτρέπει να κατανοήσουν το σοβαρότατο πρόβλημα της πρωταγωνίστριας και τελικά να τη συμπονέσουν. Ο σκηνοθέτης αναπτύσσει με μοναδικό τρόπο μια παράσταση, που δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ευχάριστη (αποκλειστικά και μόνο σε επίπεδο θεματολογίας), αλλά δεν μπορούμε και να παραβλέψουμε το γεγονός ότι είναι βαθιά ψυχαγωγική, εξελίσσοντας αισθητικά και πνευματικά το θεατή. Και είναι καθαρά θέμα σκηνοθεσίας η διαχείριση και η συνύπαρξη εννέα (!) ατόμων πάνω σε μία μικρή σκηνή, έτσι ώστε να μην μπουκώνει ο χώρος και να μην ενοχλείται το κοινό από τους ηθοποιούς που δε βρίσκονται σε πρώτο πλάνο.
Όσον αφορά δε στα σκηνικά, το δίδυμο Καρατζιά-Αντωνιάδη, εύστοχα κινήθηκε στα απολύτως απαραίτητα (πάντα σε συνάρτηση με τον περιορισμένο χώρο και τον αριθμό των ηθοποιών). Οι λιτές κατασκευές του Κώστα Μπακάλη, μας επιβεβαίωσαν ότι δεν απαιτείται εντυπωσιακά δαπανηρό σκηνικό για να πετύχει ένα θεατρικό εγχείρημα. Αντιθέτως, με τα ελάχιστα μέσα αναδεικνύεται το έργο, τα νοήματά του και οι ερμηνείες των συμμετεχόντων.
Η πρωτότυπη – το τονίζω – μουσική του Μάνου Αντωνιάδη γλυκιά και οξύμωρα μελαγχολική. Σιγοσφύριζα το ρυθμό και τα λόγια (στίχοι Γεράσιμου Ευαγγελάτου). Καταλληλότατη, μας επιτρέπει να μοιραζόμαστε τις συναισθηματικά φορτισμένες εκφραστικές στιγμές της Σέλμα, ακόμη κι ως τη λύτρωσή της. Εμπνευσμένος καλλιτέχνης ο Μάνος Αντωνιάδης, έχει καταθέσει πολλές φορές στοιχεία και αποδείξεις του μοναδικά πηγαίου ταλέντου του. Και με την καλή ποιοτική μουσική επικοινωνείται αναμφισβήτητα ευκολότερα και βαθύτερα το νόημα στο κοινό κι ο ήχος γίνεται αναπόσπαστο μέρος της παράστασης. Συντονισμένος κι ο φωτισμός του Βαγγέλη Μούντριχα.
Θα ήταν παράλειψή μου να μην αναφερθώ και στα κοστούμια της παράστασης (τα γυναικεία κοστούμια σχεδίασε ο Μάριος Βουτσινάς, την κατασκευή των γυναικείων κοστουμιών ανέλαβε η Γεωργία Σάντυ και τα κοστούμια των ανδρών ο Γιώργος Λυντζέρης). Παραπέμπουν, χωρίς φτήνια, στο αξιοπρεπές προλεταριάτο, που ανήκουν σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες του έργου.
Εν κατακλείδι, το “Χορεύοντας στο Σκοτάδι” αποτελεί άλλο ένα θεατρικό επίτευγμα του Πολυχώρου Vault Theatre Plus, που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια σε τέτοιου είδους παραγωγές, βαθιάς και ειλικρινούς ψυχωφέλειας. Και σ΄όσους επιμένουν να αναφέρονται στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία, με πρωταγωνίστρια τη Μπγιοργκ, πάντα τηρουμένων των αναλογιών, ένα πράγμα ερωτώ.. “Έχετε δει την Κολλά”;
Της Βικτώριας Πέππα 17/05/2019
Αυτή η παράσταση είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας. Η Σέλμα (Δήμητρα Κολλά) δουλεύει σ΄ένα εργοστάσιο, μαζί με την επιστήθια φίλη της Κάθυ (Βιργινία Ταμπαροπούλου), υπό την επίβλεψη του Νόρμαν (Σωτήρης Μεντζέλος). Την πολιορκεί διακριτικά ερωτικά ο Τζεφ (Θοδωρής Αντωνιάδης), ο οποίος μαζί με την Κάθυ είναι οι φύλακες-άγγελοί της. Η Σέλμα ζει με το γιο της Τζην (Αντώνης Σταμόπουλος) σ΄ένα τροχόσπιτο, μέσα στην ιδιοκτησία του αστυνομικού Μπιλ (Στέλιος Καλαϊτζής) και της συζύγου του Λίντα (Ράσμι Σούκουλη). Η μόνη της παρηγοριά είναι το παιδί της και τα μιούζικαλ, που παρακολουθεί συχνά στον κινηματογράφο με την Κάθυ. Τακτικά, συμμετέχει ερασιτεχνικά σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Σαμουήλ (Πωλ Ζαχαριάδης). Μετά τον εγκλεισμό της στη φυλακή, ο μόνος άνθρωπος που της συμπαραστέκεται, είναι η φιλική δεσμοφύλακας Μπρέντα (Ορνέλα Λούτη).
Για μία ακόμη φορά, αποκάλυψη η Δήμητρα Κολλά. Δεν ερμηνεύει απλά ένα δύσκολο ρόλο, αλλά βιώνει στο έπακρο τη ζωή της φτωχής Τσέχας εργάτριας, με τη μεγάλη καρδιά. Διάχυτη ευαισθησία, γλυκύτητα, υπομονή και στωικότητα για το δικό της προσωπικό πρόβλημα, αλλά όχι για του παιδιού της. Γνωρίζει πολύ καλά τη μοίρα της και προσπαθεί διαρκώς να την ελέγξει ή να την αποφύγει, διασκεδάζοντας την οδυνηρή πραγματικότητα. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό, η Κολλά δεν προσπαθεί να καλλωπίσει το ρόλο, αλλά να τον αποδώσει ρεαλιστικά. Και παράλληλα χορεύει και τραγουδά. Με μία κομψότητα, τρυφερότητα, ζεστασιά κι ευγένεια, που σου έρχεται να κατέβεις στη σκηνή και να αγκαλιάσεις με στοργή την αδυναμία της... Ήταν δε συγκλονιστική στην τελευταία σκηνή με το απροσδόκητο τέλος...
Η Βιργινία Ταμπαροπούλου επίσης σε πολύ δυνατό ρόλο. Αρωγός και υπέρμαχη του αγώνα της Σέλμα, η Κάθυ επεμβαίνει δυναμικά και σωτήρια, σαν Από Μηχανής Θεός, όταν εκείνη την έχει ανάγκη (ακόμη κι όταν η ίδια δεν το γνωρίζει). Ενδεχομένως να φαίνεται κάπως αβανταδόρικος ο ρόλος, στην πραγματικότητα όμως, αποκαλύπτει μια πτυχή του υποκριτικού της ταλέντου, που απέχει μακράν από τους υπόλοιπους ρόλους που την έχουμε δει να ερμηνεύει. Η επιπλέον δε βραχνάδα στη φωνή της, προσέδωσε έναν τόνο αυξημένης αποφασιστικότητας και σταθερότητας, στη χαρακτηριστικότατη χροιά της, ακριβώς όπως το απαιτούσε ο ρόλος.
Μου άρεσε εξαιρετικά ο Στέλιος Καλαϊτζής, γιατί κατάφερε να περάσει την ανήθικη πράξη του με έναν ελεγχόμενο καθωσπρεπισμό. Ο καλός γείτονας ο Μπιλ ο αστυνομικός, έκανε την ανομία του, την οποία όμως μετάνοιωσε πολύ γρήγορα και ζήτησε από τη Σέλμα εξιλέωση, με τον πιο δύσκολο τρόπο. Και στο τέλος, κατάφερε να τον συμπονέσουμε για τη μετάνοια του και το θάρρος που δεν κατόρθωσε να επιδείξει!
Ξεχώρισα δε, και τον Πωλ Ζαχαριάδη, τον γοητευτικό πολυτάλαντο καλλιτέχνη, που μας μάγεψε για άλλη μια φορά με την ιδιαιτερότητα της φωνής του και προσέδωσε πόντους στο κύριο ρόλο που ερμήνευσε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, εκτός από την Κολλά, την Ταμπαροπούλου και τον Σταμόπουλο (που παρεμπιπτόντως υποδύεται εξαιρετικά τον καλόβολο γιο της Σέλμα), όλα τα υπόλοιπα παιδιά ερμηνεύουν αξιέπαινα παραπάνω από έναν μικρότερους ρόλους.
Κι όλα αυτά σ΄ένα θεατρικό δράμα (με τα ευχάριστα ενσωματωμένα προσωπικά μουσικά διαλείμματα της Σέλμα), όπως το εμπνεύστηκε ο Δανός σεναριογράφος, σκηνοθέτης, κινηματογραφιστής και παραγωγός Λαρς φον Τρίερ και το μετέφερε και υλοποίησε για το Ελληνικό θεατρικό κοινό ο Δημήτρης Καρατζιάς. Η παράσταση δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την κινηματογραφική παραγωγή. Ο Καρατζιάς απέφυγε τεχνηέντως την υιοθέτηση πρακτικών του πρωτοτύπου κι αψήφησε τους αντισυμβατικούς κανόνες του Δανού δημιουργού. Και δεν είναι καθόλου επιθετικός! Aντίθετα μάλιστα. Χωρίς να “προσβάλλει” τους θεατές, που συμμετέχουν απρόσωπα κι επιδερμικά στο θέαμα, τους προτρέπει να κατανοήσουν το σοβαρότατο πρόβλημα της πρωταγωνίστριας και τελικά να τη συμπονέσουν. Ο σκηνοθέτης αναπτύσσει με μοναδικό τρόπο μια παράσταση, που δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ευχάριστη (αποκλειστικά και μόνο σε επίπεδο θεματολογίας), αλλά δεν μπορούμε και να παραβλέψουμε το γεγονός ότι είναι βαθιά ψυχαγωγική, εξελίσσοντας αισθητικά και πνευματικά το θεατή. Και είναι καθαρά θέμα σκηνοθεσίας η διαχείριση και η συνύπαρξη εννέα (!) ατόμων πάνω σε μία μικρή σκηνή, έτσι ώστε να μην μπουκώνει ο χώρος και να μην ενοχλείται το κοινό από τους ηθοποιούς που δε βρίσκονται σε πρώτο πλάνο.
Όσον αφορά δε στα σκηνικά, το δίδυμο Καρατζιά-Αντωνιάδη, εύστοχα κινήθηκε στα απολύτως απαραίτητα (πάντα σε συνάρτηση με τον περιορισμένο χώρο και τον αριθμό των ηθοποιών). Οι λιτές κατασκευές του Κώστα Μπακάλη, μας επιβεβαίωσαν ότι δεν απαιτείται εντυπωσιακά δαπανηρό σκηνικό για να πετύχει ένα θεατρικό εγχείρημα. Αντιθέτως, με τα ελάχιστα μέσα αναδεικνύεται το έργο, τα νοήματά του και οι ερμηνείες των συμμετεχόντων.
Η πρωτότυπη – το τονίζω – μουσική του Μάνου Αντωνιάδη γλυκιά και οξύμωρα μελαγχολική. Σιγοσφύριζα το ρυθμό και τα λόγια (στίχοι Γεράσιμου Ευαγγελάτου). Καταλληλότατη, μας επιτρέπει να μοιραζόμαστε τις συναισθηματικά φορτισμένες εκφραστικές στιγμές της Σέλμα, ακόμη κι ως τη λύτρωσή της. Εμπνευσμένος καλλιτέχνης ο Μάνος Αντωνιάδης, έχει καταθέσει πολλές φορές στοιχεία και αποδείξεις του μοναδικά πηγαίου ταλέντου του. Και με την καλή ποιοτική μουσική επικοινωνείται αναμφισβήτητα ευκολότερα και βαθύτερα το νόημα στο κοινό κι ο ήχος γίνεται αναπόσπαστο μέρος της παράστασης. Συντονισμένος κι ο φωτισμός του Βαγγέλη Μούντριχα.
Θα ήταν παράλειψή μου να μην αναφερθώ και στα κοστούμια της παράστασης (τα γυναικεία κοστούμια σχεδίασε ο Μάριος Βουτσινάς, την κατασκευή των γυναικείων κοστουμιών ανέλαβε η Γεωργία Σάντυ και τα κοστούμια των ανδρών ο Γιώργος Λυντζέρης). Παραπέμπουν, χωρίς φτήνια, στο αξιοπρεπές προλεταριάτο, που ανήκουν σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες του έργου.
Εν κατακλείδι, το “Χορεύοντας στο Σκοτάδι” αποτελεί άλλο ένα θεατρικό επίτευγμα του Πολυχώρου Vault Theatre Plus, που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια σε τέτοιου είδους παραγωγές, βαθιάς και ειλικρινούς ψυχωφέλειας. Και σ΄όσους επιμένουν να αναφέρονται στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία, με πρωταγωνίστρια τη Μπγιοργκ, πάντα τηρουμένων των αναλογιών, ένα πράγμα ερωτώ.. “Έχετε δει την Κολλά”;
Της Βικτώριας Πέππα 17/05/2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου