Με ένα φανάρι αναμμένο μέρα νύχτα τριγυρνούσε τους δρόμους λέγοντας «Άνθρωπον ζητώ». Έτσι θέλει η παράδοση τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη: να αναζητά τον Άνθρωπο. Κάπως έτσι λοιπόν, ένας Κινέζος νερουλάς κρατώντας ένα φανάρι (Γεράσιμος Σκαφίδας) ξεκινά την αφήγηση της ιστορίας λίγο πριν μπουν στη σκηνή οι τρεις θεοί (Γιάννης Καλατζόπουλος, Κώστας Κάππας, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος) και αρχίσουν την αναζήτηση ενός καλού ανθρώπου μέσα στην επαρχία του Σετσουάν. Ο καλός άνθρωπος βρέθηκε. Ήταν η αγνή ιερόδουλη Σεν Τε (Πέγκυ Τρικαλιώτη).
Ο Μπρεχτ έγραψε τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» στην Σκανδιναβία, όπου μετέβη με την ανατολή της ναζιστικής απειλής στη Γερμανία.
Πλούσια πηγή θεματικής ύλης για τον Γερμανό συγγραφέα αποτέλεσε το ιστορικό παρελθόν και οι μύθοι. Σκοπός του να δείξει τα του παρόντος δια του παρελθόντος προκειμένου να καταστεί ευκρινέστερη η τρέχουσα ηθική πραγματικότητα, προσβλέποντας πάντα στη βελτίωσή της.
Στον «Καλό Άνθρωπο του Σετσουάν» μιλά για μια Κινέζα ιερόδουλη που ανταμείβεται για την καλοσύνη της από τους θεούς με ένα χρηματικό ποσό, ανοίγει ένα καπνοπωλείο και έκτοτε γίνεται θύμα όλων εκείνων που την εκμεταλλεύονταν προς ίδιον όφελος - ακόμη και του αγαπημένου της. Αναγκάζεται λοιπόν να πλάσει έναν φανταστικό ξάδελφο• μεταμφιέζεται σε άνδρα και ξαφνικά η καλοκάγαθη Σεν Τε μετατρέπεται στον ανοικτίρμονα Σούι Τα ο οποίος αναλαμβάνει δράση όποτε η Σεν Τε τα βρίσκει σκούρα. Η εγκυμοσύνη της θα «τoν» κάνει ακόμη πιο σκληρό προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει κι αυτή και το παιδί της.
Ολόκληρη η μπρεχτική δημιουργία διέπεται από την θεμελιώδη αρχή της κοινωνικής μεταβολής. Πάνω στη σκηνή παρουσιάζεται η θεατρική εικόνα του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου και ο θεατής καλείται να σκεφτεί με τέτοιον τρόπο ώστε βγαίνοντας από το θέατρο, να λειτουργεί έχοντας στο μυαλό του ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει με πράξεις ευθύβολες και αποφασιστικές. Για να το καταφέρει αυτό, ο συγγραφέας έπρεπε να αποτρέψει την οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή του θεατή με την παράσταση.
Σπάνια ένας σκηνοθέτης ανεβάζει έργο του Μπρεχτ με τον τρόπο του Μπρεχτ. Συνήθως χρησιμοποιούνται κανα-δυο τεχνάσματα του επικού θεάτρου και η παράσταση παίρνει τον χαρακτήρα μιας (ατυχούς ενίοτε) μίξης τεχνικών επικού και ρεαλιστικού θεάτρου.
Μια τέτοια εφαρμογή ορισμένων μπρεχτικών στοιχείων είναι και η παράσταση στο θέατρο «θησείον, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ» σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη, ο οποίος σκηνοθέτησε μια σφιχτοδεμένη παράσταση με χιούμορ, συγκίνηση, ανάλαφρη εκεί που μπορούσε, φυσικά πυκνή στα νοήματά της, παίζοντας με τις ισορροπίες ανάμεσα σε δραματικό και κωμικό. Κράτησε λίγο παραπάνω απ’ όσο αντέχει ένας μέσος θεατής, δεδομένου ότι δεν είχε διάλειμμα και διαρκώς σφυροκοπούσε το μυαλό του κοινού προβληματίζοντάς το με ερωτήματα που δεν έχουν απάντηση, με προβλήματα που δεν έχουν λύση. Ο ίδιος ο συγγραφέας δε δίνει λύση, γι’ αυτό και στον επίλογό του «απολογείται».
Το ανέβασμα ενός κλασικού έργου είναι τολμηρό ως εγχείρημα, όταν σε αναπάντητα ερωτήματα και διαχρονικούς προβληματισμούς προτείνεις νέα οπτική και φωτίζεις νέες πτυχές. Στην παράσταση του Χανιωτάκη όμως δε φάνηκε κάτι τέτοιο. Κρατάω ωστόσο τη δυναμική ενέργεια των ηθοποιών, το προσεγμένο στήσιμό τους πάνω στη σκηνή και το δέσιμο όλων των επιμέρους στοιχείων.
Μια παράσταση που πάλλεται και παλεύει. Το έργο αυτό έχει τις περισσότερες τομές στη δράση από όλα τα έργα του Μπρεχτ, ο οποίος βάζει τους ηθοποιούς του να απευθύνονται στο κοινό. Συχνά οι ηθοποιοί του Χανιωτάκη μιλούσαν στον κόσμο, ρωτώντας κάτι κάποιον θεατή, πράγμα που μάλλον σε αμηχανία τον έφερνε, παρά τον κέρδιζε. Αυτό το «interactive» μεταξύ πλατείας-σκηνής καρποφορεί μόνο όταν βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Όταν ο ηθοποιός ρίχνει το μπαλάκι σε έναν θεατή ο οποίος δεν νιώθει ασφάλεια για να απλώσει το χέρι, τότε το μπαλάκι θα πέσει - πράγμα που δυστυχώς συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.
Η σκηνογραφία της Άννας Μαχαιριανάκη (ακροθιγώς θα αναφέρω τις δύο σκαλωσιές στις δυο άκρες της σκηνής με τις σιδερένιες κολώνες και τα πολλά αντικείμενα μέσα, καθώς και τις βαλίτσες στη μέση της σκηνής σε γήινα χρώματα), ασχέτως αν τα props και εν γένει τα σκηνικά αντικείμενα χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία (ενοχλητικών πολλές φορές) ήχων, δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι πλησίαζε στα δεδομένα του μπρεχτικού θεάτρου όπου χρησιμοποιούνταν σκάλες, επίπεδα, σκαλωσιές, αλλαγή των σκηνικών στη θέα του κοινού κ.ά. Αν και έλειπε η πρωτοτυπία και η φρεσκάδα, το σκηνικό εξυπηρέτησε τις δράσεις των ηθοποιών και εντάχθηκε πολύ λειτουργικά στην παράσταση.
Τα κοστούμια (και πάλι της Άννας Μαχαιριανάκη) ταίριαξαν χρωματικά με τα σκηνικά και έδεσαν πολύ αρμονικά τη συνολική εικόνα.
Η μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με οικείες μελωδίες και συχνά ξεσηκωτικούς ρυθμούς παιζόταν από τους ηθοποιούς και ήταν σίγουρα μια ευχάριστη νότα.
Η Πέγκυ Τρικαλιώτη τρυφερή και χαμογελαστή ως Σεν Τε, αν και υπερέβαλε σε κάποια σημεία στους τονισμούς της φωνής, απέδειξε για άλλη μια φορά ότι αξίως αναλαμβάνει ρόλους μεγάλου βεληνεκούς. Ως Σούι Τα δεν ξεχνούσε ότι υποδύεται έναν ρόλο ο οποίος υποδύεται έναν άλλον ρόλο, ερμηνεύοντας τον Σούι Τα κάπως επιφανειακά - πράγμα όχι τόσο λάθος, αφού η Σεν Τε δεν είναι ηθοποιός, μα απελπισμένη. Καταφεύγει στο κατασκεύασμα του ξαδέλφου από ανάγκη, όχι από υποκριτική δεινότητα.
Στην ενσάρκωση του Γιανγκ Σουν από τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη είδαμε ένα κράμα αλαζονείας, χιούμορ και δυναμισμού. Ο Γιάννης Καλατζόπουλος (Μαραγκός Λιν Το / Θεός) και ο Κώστας Κάππας (Κουρέας Σου Φου / Θεός) ενίσχυαν με την παρουσία τους το υποκριτικό επίπεδο της παράστασης, ενώ ο Γεράσιμος Σκαφίδας απείχε παρασάγγας από τον περσινό Γκούπερ της «Λυσσασμένης Γάτας». Αυτή τη φορά ως Βανγκ, ξεκίνησε ως αφηγητής (καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου διαλογικά και αφηγηματικά χωρία βρίσκονταν σε αλληλοδιαδοχή αφού οι χωροχρονικές αλλαγές ήταν συχνές και ο χρόνος γεφυρωνόταν από μια πρόταση ή μια αναφορά μετάβασης) και στη συνέχεια έδωσε χρώμα και διακυμάνσεις στην ερμηνεία του κάνοντας έναν χαρακτήρα άκρως ενδιαφέροντα. Οι Μπέτυ Αποστόλου (Χήρα Σιν), Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος (Θεός), Βαλέρια Δημητριάδου (Κυρία Γιανγκ) υποστήριξαν επαρκώς την παράσταση και η Λήδα Πρωτοψάλτη έφτιαξε έναν ρόλο εντελώς διαφορετικό από τους υπόλοιπους. Απόμακρη μα ταυτόχρονα μέσα στο ρόλο, με διαλείμματα για «παιχνίδι» που θύμιζαν στον θεατή πως πρέπει να βγει λίγο από το λήθαργο της ψευδαίσθησης και πως αυτό που παρακολουθεί ήρθε για να το κρίνει και όχι να γίνει ένα μαζί του. Ίσως η πιο μπρεχτική ερμηνεία της παράστασης.
Η μετάφραση ανήκει στον σκηνοθέτη και είναι απλή, με ορισμένους εκσυγχρονισμούς που είναι εμφανές πως δεν περιλαμβάνονται στο πρωτότυπο. Άλλωστε η ρευστότητα των θεατρικών κειμένων και η προσαρμογή τους σε κάθε νέα παράσταση είναι θεμιτή και συχνά αναγκαία.
Γράφει η Κατερίνα Πεσταματζόγλου, 18/1/19
Ο Μπρεχτ έγραψε τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» στην Σκανδιναβία, όπου μετέβη με την ανατολή της ναζιστικής απειλής στη Γερμανία.
Πλούσια πηγή θεματικής ύλης για τον Γερμανό συγγραφέα αποτέλεσε το ιστορικό παρελθόν και οι μύθοι. Σκοπός του να δείξει τα του παρόντος δια του παρελθόντος προκειμένου να καταστεί ευκρινέστερη η τρέχουσα ηθική πραγματικότητα, προσβλέποντας πάντα στη βελτίωσή της.
Στον «Καλό Άνθρωπο του Σετσουάν» μιλά για μια Κινέζα ιερόδουλη που ανταμείβεται για την καλοσύνη της από τους θεούς με ένα χρηματικό ποσό, ανοίγει ένα καπνοπωλείο και έκτοτε γίνεται θύμα όλων εκείνων που την εκμεταλλεύονταν προς ίδιον όφελος - ακόμη και του αγαπημένου της. Αναγκάζεται λοιπόν να πλάσει έναν φανταστικό ξάδελφο• μεταμφιέζεται σε άνδρα και ξαφνικά η καλοκάγαθη Σεν Τε μετατρέπεται στον ανοικτίρμονα Σούι Τα ο οποίος αναλαμβάνει δράση όποτε η Σεν Τε τα βρίσκει σκούρα. Η εγκυμοσύνη της θα «τoν» κάνει ακόμη πιο σκληρό προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει κι αυτή και το παιδί της.
Ολόκληρη η μπρεχτική δημιουργία διέπεται από την θεμελιώδη αρχή της κοινωνικής μεταβολής. Πάνω στη σκηνή παρουσιάζεται η θεατρική εικόνα του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου και ο θεατής καλείται να σκεφτεί με τέτοιον τρόπο ώστε βγαίνοντας από το θέατρο, να λειτουργεί έχοντας στο μυαλό του ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει με πράξεις ευθύβολες και αποφασιστικές. Για να το καταφέρει αυτό, ο συγγραφέας έπρεπε να αποτρέψει την οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή του θεατή με την παράσταση.
Σπάνια ένας σκηνοθέτης ανεβάζει έργο του Μπρεχτ με τον τρόπο του Μπρεχτ. Συνήθως χρησιμοποιούνται κανα-δυο τεχνάσματα του επικού θεάτρου και η παράσταση παίρνει τον χαρακτήρα μιας (ατυχούς ενίοτε) μίξης τεχνικών επικού και ρεαλιστικού θεάτρου.
Μια τέτοια εφαρμογή ορισμένων μπρεχτικών στοιχείων είναι και η παράσταση στο θέατρο «θησείον, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ» σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη, ο οποίος σκηνοθέτησε μια σφιχτοδεμένη παράσταση με χιούμορ, συγκίνηση, ανάλαφρη εκεί που μπορούσε, φυσικά πυκνή στα νοήματά της, παίζοντας με τις ισορροπίες ανάμεσα σε δραματικό και κωμικό. Κράτησε λίγο παραπάνω απ’ όσο αντέχει ένας μέσος θεατής, δεδομένου ότι δεν είχε διάλειμμα και διαρκώς σφυροκοπούσε το μυαλό του κοινού προβληματίζοντάς το με ερωτήματα που δεν έχουν απάντηση, με προβλήματα που δεν έχουν λύση. Ο ίδιος ο συγγραφέας δε δίνει λύση, γι’ αυτό και στον επίλογό του «απολογείται».
Το ανέβασμα ενός κλασικού έργου είναι τολμηρό ως εγχείρημα, όταν σε αναπάντητα ερωτήματα και διαχρονικούς προβληματισμούς προτείνεις νέα οπτική και φωτίζεις νέες πτυχές. Στην παράσταση του Χανιωτάκη όμως δε φάνηκε κάτι τέτοιο. Κρατάω ωστόσο τη δυναμική ενέργεια των ηθοποιών, το προσεγμένο στήσιμό τους πάνω στη σκηνή και το δέσιμο όλων των επιμέρους στοιχείων.
Μια παράσταση που πάλλεται και παλεύει. Το έργο αυτό έχει τις περισσότερες τομές στη δράση από όλα τα έργα του Μπρεχτ, ο οποίος βάζει τους ηθοποιούς του να απευθύνονται στο κοινό. Συχνά οι ηθοποιοί του Χανιωτάκη μιλούσαν στον κόσμο, ρωτώντας κάτι κάποιον θεατή, πράγμα που μάλλον σε αμηχανία τον έφερνε, παρά τον κέρδιζε. Αυτό το «interactive» μεταξύ πλατείας-σκηνής καρποφορεί μόνο όταν βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Όταν ο ηθοποιός ρίχνει το μπαλάκι σε έναν θεατή ο οποίος δεν νιώθει ασφάλεια για να απλώσει το χέρι, τότε το μπαλάκι θα πέσει - πράγμα που δυστυχώς συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.
Η σκηνογραφία της Άννας Μαχαιριανάκη (ακροθιγώς θα αναφέρω τις δύο σκαλωσιές στις δυο άκρες της σκηνής με τις σιδερένιες κολώνες και τα πολλά αντικείμενα μέσα, καθώς και τις βαλίτσες στη μέση της σκηνής σε γήινα χρώματα), ασχέτως αν τα props και εν γένει τα σκηνικά αντικείμενα χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία (ενοχλητικών πολλές φορές) ήχων, δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι πλησίαζε στα δεδομένα του μπρεχτικού θεάτρου όπου χρησιμοποιούνταν σκάλες, επίπεδα, σκαλωσιές, αλλαγή των σκηνικών στη θέα του κοινού κ.ά. Αν και έλειπε η πρωτοτυπία και η φρεσκάδα, το σκηνικό εξυπηρέτησε τις δράσεις των ηθοποιών και εντάχθηκε πολύ λειτουργικά στην παράσταση.
Τα κοστούμια (και πάλι της Άννας Μαχαιριανάκη) ταίριαξαν χρωματικά με τα σκηνικά και έδεσαν πολύ αρμονικά τη συνολική εικόνα.
Η μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με οικείες μελωδίες και συχνά ξεσηκωτικούς ρυθμούς παιζόταν από τους ηθοποιούς και ήταν σίγουρα μια ευχάριστη νότα.
Η Πέγκυ Τρικαλιώτη τρυφερή και χαμογελαστή ως Σεν Τε, αν και υπερέβαλε σε κάποια σημεία στους τονισμούς της φωνής, απέδειξε για άλλη μια φορά ότι αξίως αναλαμβάνει ρόλους μεγάλου βεληνεκούς. Ως Σούι Τα δεν ξεχνούσε ότι υποδύεται έναν ρόλο ο οποίος υποδύεται έναν άλλον ρόλο, ερμηνεύοντας τον Σούι Τα κάπως επιφανειακά - πράγμα όχι τόσο λάθος, αφού η Σεν Τε δεν είναι ηθοποιός, μα απελπισμένη. Καταφεύγει στο κατασκεύασμα του ξαδέλφου από ανάγκη, όχι από υποκριτική δεινότητα.
Στην ενσάρκωση του Γιανγκ Σουν από τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη είδαμε ένα κράμα αλαζονείας, χιούμορ και δυναμισμού. Ο Γιάννης Καλατζόπουλος (Μαραγκός Λιν Το / Θεός) και ο Κώστας Κάππας (Κουρέας Σου Φου / Θεός) ενίσχυαν με την παρουσία τους το υποκριτικό επίπεδο της παράστασης, ενώ ο Γεράσιμος Σκαφίδας απείχε παρασάγγας από τον περσινό Γκούπερ της «Λυσσασμένης Γάτας». Αυτή τη φορά ως Βανγκ, ξεκίνησε ως αφηγητής (καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου διαλογικά και αφηγηματικά χωρία βρίσκονταν σε αλληλοδιαδοχή αφού οι χωροχρονικές αλλαγές ήταν συχνές και ο χρόνος γεφυρωνόταν από μια πρόταση ή μια αναφορά μετάβασης) και στη συνέχεια έδωσε χρώμα και διακυμάνσεις στην ερμηνεία του κάνοντας έναν χαρακτήρα άκρως ενδιαφέροντα. Οι Μπέτυ Αποστόλου (Χήρα Σιν), Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος (Θεός), Βαλέρια Δημητριάδου (Κυρία Γιανγκ) υποστήριξαν επαρκώς την παράσταση και η Λήδα Πρωτοψάλτη έφτιαξε έναν ρόλο εντελώς διαφορετικό από τους υπόλοιπους. Απόμακρη μα ταυτόχρονα μέσα στο ρόλο, με διαλείμματα για «παιχνίδι» που θύμιζαν στον θεατή πως πρέπει να βγει λίγο από το λήθαργο της ψευδαίσθησης και πως αυτό που παρακολουθεί ήρθε για να το κρίνει και όχι να γίνει ένα μαζί του. Ίσως η πιο μπρεχτική ερμηνεία της παράστασης.
Η μετάφραση ανήκει στον σκηνοθέτη και είναι απλή, με ορισμένους εκσυγχρονισμούς που είναι εμφανές πως δεν περιλαμβάνονται στο πρωτότυπο. Άλλωστε η ρευστότητα των θεατρικών κειμένων και η προσαρμογή τους σε κάθε νέα παράσταση είναι θεμιτή και συχνά αναγκαία.
Γράφει η Κατερίνα Πεσταματζόγλου, 18/1/19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου