Η Άποψή Μας για την παράσταση “Ο Γλάρος” του Άντον Τσέχωφ (μετάφραση από τα Ρώσικα Γιάννη Χαρτοδιπλωμένου και απόδοση Κωνσταντίνου Χατζή – Γιάννη Χαρτοδιπλωμένου), σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή, στο Θέατρο Τέχνης (Υπόγειο).
Το Θέατρο Τέχνης μας έχει συνηθίσει σε εξαιρετικές επιλογές. Και το υπόγειο της Πεσμαζόγλου είναι ένας ιδιαίτερος χώρος εξ ορισμού.
Κι όταν μάλιστα φιλοξενεί Τσέχωφ και μάλιστα “Γλάρο”, τότε τα δύο στοιχεία αποτελούν έναν ακαταμάχητο συνδυασμό. Και μπορεί “Ο Γλάρος” να είναι ένα έργο που επιλέγεται αρκούντως συχνά , όμως τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα επιτυχημένα. Αυτή η παράσταση όμως είχε κάτι να πει...
Αρχικά, τί να σχολιάσει κανείς για τον Τσέχωφ, που να μην έχει χιλιοειπωθεί; Ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της παγκόσμιας δραματουργίας; Ότι το έργο του (αυτό καθ΄αυτό) επέδρασε καταλυτικά στη θεατρική λογοτεχνία του 20ού αιώνα (και ακόμη ακόμη και του 21ου); Ότι τα έργα του είναι κλασικά και διαχρονικά, γιατί έτσι κλασικοί και διαχρονικοί είναι και οι χαρακτήρες του; Ότι οι κεντρικοί ήρωες των έργων του προέρχονταν από μεγαλοαστικές τάξεις, αλλά τα βαθύτερα νοήματα προέκυπταν πάντα από τις συναναστροφές με τους προλετάριους; Αυτοί που συνήθως δεν είχαν να πουν τίποτα ιδιαίτερο...
“Ο Γλάρος” είναι ένα θεατρικό σε τέσσερις πράξεις. Τόσες ακριβώς χρειάστηκαν για να αναπτύξει ο Τσέχωφ τη σκέψη του. Τις καθημερινές ανησυχίες, το άγχος και – γιατί όχι – τις ψυχικές διαταραχές και την εσωτερική πάλη κάποιων ανθρώπων, που η ζωή τελικά τους αδίκησε, αφού τους είχε μάλλον χαριστεί στο παρελθόν. Τις αναζητήσεις των νέων, την αδιαφορία για την τέχνη ή τουλάχιστον για κάποιες εκφάνσεις της, την έλλειψη κατανόησης, το χάσμα των γενεών, τη ρουτίνα της καθημερινότητας... Κι όλα αυτά στα πλαίσια της Ρωσίας του 19ου αιώνα. Καθαρά αυτοβιογραφικό έργο...
Ο ίδιος το περιέγραφε ως κωμωδία, όμως μόνο κωμωδία δεν είναι.
Αφαιρετική, αλλά αποτελεσματική η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Χατζή. Τίποτα εντυπωσιακό, τίποτα επιδεικτικό, τίποτα περιττό. Έδωσε μια στέρεη παράσταση, που έφερε μια νέα αίσθηση αμεσότητας στην προσπάθεια των Τσεχωφικών χαρακτήρων να εκφράσουν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο τα συναισθήματά τους και να κατανοήσουμε έτσι την πολυπλοκότητα στη ζωή τους. Και το σκηνικό περιβάλλον εξίσου λιτό. Υπήρχε στο πλάι μας μια λίμνη, που δεν την βλέπαμε κι όμως ήταν εκεί! Μυρωδιά από θειάφι που σχεδόν τη μυρίζαμε (η δύναμη του μυαλού)! Και πολλά ερωτικά τρίγωνα... Ή μάλλον πολύγωνα... Όλα μερικώς ανικανοποίητα και εν τέλει καταδικασμένα...
Η συγκεκριμένη παράσταση δε, ήταν ένα θεατρικό με πρωταγωνιστές και θεατές μαζί. Οι ήρωες εναλλάσσονταν διαρκώς στα πλαίσια του εκτελέσιμου δράματος, ενώ συχνά παρέμεναν στο “περιθώριο” της σκηνής, όχι βεβαιίως περιμένοντας τη σειρά τους, αλλά συμμετέχοντας αέρινα - ψυχικά και πνευματικά - στο θεατρικό δρώμενο. Ελάχιστα κωμικά στοιχεία, που βασίζονταν κυρίως στην αλαζονεία και το ναρκισσισμό της Αρκάντινα, αλλά και την αφέλεια και την καλοσύνη του Σόριν (του αδελφού της).
Εξαιρετική όλη η “Ομάδα Χρώμα”.
Η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου ήταν απολαυστική ως Αρκάντινα! Χαριτωμένη, χειμαρρώδης και οπλισμένη με υπερβολική δόση εγωπάθειας και ματαιοδοξίας, ακριβώς όπως απαιτούσε ο ρόλος της ντίβας ηθοποιού. Εξέπεμπε την επιτυχία και την αναγνώριση στη ζωή της, αλλά και μία μικρή δόση αμφιβολίας για την προσωπική της ευτυχία. Δυνατή ερμηνεία.
Ο Γιώργος Παπαπαύλου ήταν άριστος στο ρόλο του μελαγχολικού Κόστια (του γιου της Αρκάντινα). Ο ιδεαλιστής, αιθεροβάμων, αλλά και απελπισμένος καλλιτεχνικά συγγραφέας, αφιερωμένος πλήρως κι ολοκληρωτικά στην τέχνη του, υπέφερε σχεδόν καθ΄όλη τη διάρκεια της παράστασης κι εμείς - αναπόφευκτα - μαζί του. Πολύ πειστικός. Ιδανικός για το ρόλο.
Ο Κλέων Γρηγοριάδης απέδειξε για άλλη μια φορά πόσο του ταιριάζει το κλασικό ρεπερτόριο. Με ευγένεια, λεπτό χιούμορ και περισσή γοητεία, διέπρεψε στο ρόλο του εκλεπτυσμένου και μορφωμένου γιατρού της παρέας. Ίσως γιατί ήταν από τις πιο συμπαθητικές μορφές του έργου κι ο μόνος που εκτίμησε το “ταλέντο” του Κόστια.
Θαυμάσιος, ως θείος Σόριν, ο Θανάσης Δήμου. Με εύθραστη υγεία, ο κλασικός και μίζερος δημόσιος υπάλληλος παραπονιόταν διαρκώς, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του για την άχρωμη ζωή του. Ωραία παρουσία με αρκετή δόση χιούμορ, ειδικά για έναν άνθρωπο που δεν έχει ζήσει σχεδόν τίποτα στη ζωή του και μονίμως μεμψιμοιρεί.
Η Τζίνα Θλιβέρη ερμήνευσε με χάρη την μάλλον άστατη και επιπόλαιη Νίνα (την κόρη του πλούσιου γαιοκτήμονα). Ειδικά στο δεύτερο κομμάτι του ρόλου της, όπου οι προσωπικές της επιλογές τη χτύπησαν αδυσώπητα και την οδήγησαν στην απόλυτη αποτυχία, μας έβγαλε όλο τον πόνο, τη δυστυχία και την αθλιότητα που βίωνε.
Η Ηλέκτρα Νικολούζου (ως Μάσα, κόρη του επιστάτη) κατάφερε από την πρώτη κιόλας σκηνή να μας μεταφέρει τα υπαρξιακά της βάρη. Μονίμως δυστυχισμένη, πονεμένη καταντά σκληρή και κυνική, “πενθώντας” για τη συμβατική ζωή που ζει, αλλά και αυτή που θα ζήσει. Θλιβερή φιγούρα. Καταπληκτική η κ. Νικολούζου.
Ο Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος σ΄έναν πολυδιάστατο ρόλο, αυτόν του Τριγκόριν του συγγραφέα, του συντρόφου της Αρκάντινα, του εραστή της Νίνα και του αντίζηλου του Τρέπλιεφ. Με κοινό παρανομαστή τον εμπαιγμό όλων (παρ΄όλο που ο ίδιος στη σχέση του με την Αρκάντινα δείχνει να χειραγωγείται, ως εντελώς αδύναμο και κατευθυνόμενο ον). Ιδιαιτέρως αντιπαθής σαν ρόλος, που αποδόθηκε με απόλυτη επιτυχία.
Ο Ένκε Φεζολλάρι έπαιξε το ρόλο του επιστάτη. Ο Φεζολλάρι είναι μια ιδιαίτερη θεατρική φιγούρα με τρομερές υποκριτικές δυνατότητες. Ήταν εξαίρετος σ΄ έναν ρόλο, που όσες φορές κι αν έχω δει “Γλάρο”, τον βρίσκω επίσης αντιπαθητικό. Μπήκε αμέσως στον χαρακτήρα που ενσάρκωσε και σάρωσε κυριολεκτικά στη σκηνή!
Η Μάγδα Λαδά, ως σύζυγος του επιστάτη, ήταν άλλη μία τραγική φιγούρα. Κι αυτή απέτυχε στη ζωή της. Σα μάνα, μεγαλώνοντας ένα όχι και τόσο ισορροπημένο παιδί, τη Μάσα (που όμως σίγουρα το συμπονάει), αλλά και σα σύζυγος κι ερωμένη. Ωραίο στήσιμο, συγκρατημένη εξωτερίκευση συναισθημάτων, προσγειωμένη στο ρόλο της.
Τέλος, ο Νικόλας Μακρής (ως δάσκαλος και σύζυγος αργότερα της Μάσα) ήταν εξαιρετικά συμπαθής. Σαν ρόλος, ευθύς εξαρχής, αλλά και σαν απόδοση αυτού. Χαμογελαστός και γλυκός, αλλά και πικραμένος κι απογοητευμένος, όπου απαιτούσαν οι συνθήκες. Πολύ προσιτός.
Και φυσικά, στο σκηνικό ο γλάρος. Σύμβολο ελευθερίας. Όμως εδώ, άψυχος και βαλσαμωμένος, μόνο θλίψη και δυστυχία δημιούργησε. Πολύ δυνατή υλική παρουσία. Και μ΄ αυτό τον τρόπο μας
προδιέθεσε σοβαρά για το τι πρόκειται ν΄ακολουθήσει. Ανέδειξε δυναμικά την υποβλητική ατμόσφαιρα του Τσεχωφικού θεάτρου.
Ιδιαίτερος και ο φωτισμός του Κωνσταντίνου Χατζή. Στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης τα φώτα διαχέονταν σε όλο το χώρο (όχι μόνο της σκηνής, αλλά και των θεατών). Προσωπικά, μου έδινε την εντύπωση σιωπηρής συμμετοχής στην πλοκή του έργου. Όσο για τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, για άλλη μια φορά προσέγγισε το θέμα της με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο. Ήταν απολύτως κατάλληλα για τη συγκεκριμένη απόδοση του έργου. Δε θα επιθυμούσα τίποτα διαφορετικό!
Πραγματικά, ήταν μια πολύ ωραία στημένη παράσταση, που αξίζει να δείτε. Άλλωστε, “Ο Γλάρος” είναι πάντα πολύτιμος για τα μάτια μας και την ψυχή μας!
Της Βικτώριας Πέππα, 21/5/18
Το Θέατρο Τέχνης μας έχει συνηθίσει σε εξαιρετικές επιλογές. Και το υπόγειο της Πεσμαζόγλου είναι ένας ιδιαίτερος χώρος εξ ορισμού.
Κι όταν μάλιστα φιλοξενεί Τσέχωφ και μάλιστα “Γλάρο”, τότε τα δύο στοιχεία αποτελούν έναν ακαταμάχητο συνδυασμό. Και μπορεί “Ο Γλάρος” να είναι ένα έργο που επιλέγεται αρκούντως συχνά , όμως τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα επιτυχημένα. Αυτή η παράσταση όμως είχε κάτι να πει...
Αρχικά, τί να σχολιάσει κανείς για τον Τσέχωφ, που να μην έχει χιλιοειπωθεί; Ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της παγκόσμιας δραματουργίας; Ότι το έργο του (αυτό καθ΄αυτό) επέδρασε καταλυτικά στη θεατρική λογοτεχνία του 20ού αιώνα (και ακόμη ακόμη και του 21ου); Ότι τα έργα του είναι κλασικά και διαχρονικά, γιατί έτσι κλασικοί και διαχρονικοί είναι και οι χαρακτήρες του; Ότι οι κεντρικοί ήρωες των έργων του προέρχονταν από μεγαλοαστικές τάξεις, αλλά τα βαθύτερα νοήματα προέκυπταν πάντα από τις συναναστροφές με τους προλετάριους; Αυτοί που συνήθως δεν είχαν να πουν τίποτα ιδιαίτερο...
“Ο Γλάρος” είναι ένα θεατρικό σε τέσσερις πράξεις. Τόσες ακριβώς χρειάστηκαν για να αναπτύξει ο Τσέχωφ τη σκέψη του. Τις καθημερινές ανησυχίες, το άγχος και – γιατί όχι – τις ψυχικές διαταραχές και την εσωτερική πάλη κάποιων ανθρώπων, που η ζωή τελικά τους αδίκησε, αφού τους είχε μάλλον χαριστεί στο παρελθόν. Τις αναζητήσεις των νέων, την αδιαφορία για την τέχνη ή τουλάχιστον για κάποιες εκφάνσεις της, την έλλειψη κατανόησης, το χάσμα των γενεών, τη ρουτίνα της καθημερινότητας... Κι όλα αυτά στα πλαίσια της Ρωσίας του 19ου αιώνα. Καθαρά αυτοβιογραφικό έργο...
Ο ίδιος το περιέγραφε ως κωμωδία, όμως μόνο κωμωδία δεν είναι.
Αφαιρετική, αλλά αποτελεσματική η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Χατζή. Τίποτα εντυπωσιακό, τίποτα επιδεικτικό, τίποτα περιττό. Έδωσε μια στέρεη παράσταση, που έφερε μια νέα αίσθηση αμεσότητας στην προσπάθεια των Τσεχωφικών χαρακτήρων να εκφράσουν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο τα συναισθήματά τους και να κατανοήσουμε έτσι την πολυπλοκότητα στη ζωή τους. Και το σκηνικό περιβάλλον εξίσου λιτό. Υπήρχε στο πλάι μας μια λίμνη, που δεν την βλέπαμε κι όμως ήταν εκεί! Μυρωδιά από θειάφι που σχεδόν τη μυρίζαμε (η δύναμη του μυαλού)! Και πολλά ερωτικά τρίγωνα... Ή μάλλον πολύγωνα... Όλα μερικώς ανικανοποίητα και εν τέλει καταδικασμένα...
Η συγκεκριμένη παράσταση δε, ήταν ένα θεατρικό με πρωταγωνιστές και θεατές μαζί. Οι ήρωες εναλλάσσονταν διαρκώς στα πλαίσια του εκτελέσιμου δράματος, ενώ συχνά παρέμεναν στο “περιθώριο” της σκηνής, όχι βεβαιίως περιμένοντας τη σειρά τους, αλλά συμμετέχοντας αέρινα - ψυχικά και πνευματικά - στο θεατρικό δρώμενο. Ελάχιστα κωμικά στοιχεία, που βασίζονταν κυρίως στην αλαζονεία και το ναρκισσισμό της Αρκάντινα, αλλά και την αφέλεια και την καλοσύνη του Σόριν (του αδελφού της).
Εξαιρετική όλη η “Ομάδα Χρώμα”.
Η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου ήταν απολαυστική ως Αρκάντινα! Χαριτωμένη, χειμαρρώδης και οπλισμένη με υπερβολική δόση εγωπάθειας και ματαιοδοξίας, ακριβώς όπως απαιτούσε ο ρόλος της ντίβας ηθοποιού. Εξέπεμπε την επιτυχία και την αναγνώριση στη ζωή της, αλλά και μία μικρή δόση αμφιβολίας για την προσωπική της ευτυχία. Δυνατή ερμηνεία.
Ο Γιώργος Παπαπαύλου ήταν άριστος στο ρόλο του μελαγχολικού Κόστια (του γιου της Αρκάντινα). Ο ιδεαλιστής, αιθεροβάμων, αλλά και απελπισμένος καλλιτεχνικά συγγραφέας, αφιερωμένος πλήρως κι ολοκληρωτικά στην τέχνη του, υπέφερε σχεδόν καθ΄όλη τη διάρκεια της παράστασης κι εμείς - αναπόφευκτα - μαζί του. Πολύ πειστικός. Ιδανικός για το ρόλο.
Ο Κλέων Γρηγοριάδης απέδειξε για άλλη μια φορά πόσο του ταιριάζει το κλασικό ρεπερτόριο. Με ευγένεια, λεπτό χιούμορ και περισσή γοητεία, διέπρεψε στο ρόλο του εκλεπτυσμένου και μορφωμένου γιατρού της παρέας. Ίσως γιατί ήταν από τις πιο συμπαθητικές μορφές του έργου κι ο μόνος που εκτίμησε το “ταλέντο” του Κόστια.
Θαυμάσιος, ως θείος Σόριν, ο Θανάσης Δήμου. Με εύθραστη υγεία, ο κλασικός και μίζερος δημόσιος υπάλληλος παραπονιόταν διαρκώς, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του για την άχρωμη ζωή του. Ωραία παρουσία με αρκετή δόση χιούμορ, ειδικά για έναν άνθρωπο που δεν έχει ζήσει σχεδόν τίποτα στη ζωή του και μονίμως μεμψιμοιρεί.
Η Τζίνα Θλιβέρη ερμήνευσε με χάρη την μάλλον άστατη και επιπόλαιη Νίνα (την κόρη του πλούσιου γαιοκτήμονα). Ειδικά στο δεύτερο κομμάτι του ρόλου της, όπου οι προσωπικές της επιλογές τη χτύπησαν αδυσώπητα και την οδήγησαν στην απόλυτη αποτυχία, μας έβγαλε όλο τον πόνο, τη δυστυχία και την αθλιότητα που βίωνε.
Η Ηλέκτρα Νικολούζου (ως Μάσα, κόρη του επιστάτη) κατάφερε από την πρώτη κιόλας σκηνή να μας μεταφέρει τα υπαρξιακά της βάρη. Μονίμως δυστυχισμένη, πονεμένη καταντά σκληρή και κυνική, “πενθώντας” για τη συμβατική ζωή που ζει, αλλά και αυτή που θα ζήσει. Θλιβερή φιγούρα. Καταπληκτική η κ. Νικολούζου.
Ο Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος σ΄έναν πολυδιάστατο ρόλο, αυτόν του Τριγκόριν του συγγραφέα, του συντρόφου της Αρκάντινα, του εραστή της Νίνα και του αντίζηλου του Τρέπλιεφ. Με κοινό παρανομαστή τον εμπαιγμό όλων (παρ΄όλο που ο ίδιος στη σχέση του με την Αρκάντινα δείχνει να χειραγωγείται, ως εντελώς αδύναμο και κατευθυνόμενο ον). Ιδιαιτέρως αντιπαθής σαν ρόλος, που αποδόθηκε με απόλυτη επιτυχία.
Ο Ένκε Φεζολλάρι έπαιξε το ρόλο του επιστάτη. Ο Φεζολλάρι είναι μια ιδιαίτερη θεατρική φιγούρα με τρομερές υποκριτικές δυνατότητες. Ήταν εξαίρετος σ΄ έναν ρόλο, που όσες φορές κι αν έχω δει “Γλάρο”, τον βρίσκω επίσης αντιπαθητικό. Μπήκε αμέσως στον χαρακτήρα που ενσάρκωσε και σάρωσε κυριολεκτικά στη σκηνή!
Η Μάγδα Λαδά, ως σύζυγος του επιστάτη, ήταν άλλη μία τραγική φιγούρα. Κι αυτή απέτυχε στη ζωή της. Σα μάνα, μεγαλώνοντας ένα όχι και τόσο ισορροπημένο παιδί, τη Μάσα (που όμως σίγουρα το συμπονάει), αλλά και σα σύζυγος κι ερωμένη. Ωραίο στήσιμο, συγκρατημένη εξωτερίκευση συναισθημάτων, προσγειωμένη στο ρόλο της.
Τέλος, ο Νικόλας Μακρής (ως δάσκαλος και σύζυγος αργότερα της Μάσα) ήταν εξαιρετικά συμπαθής. Σαν ρόλος, ευθύς εξαρχής, αλλά και σαν απόδοση αυτού. Χαμογελαστός και γλυκός, αλλά και πικραμένος κι απογοητευμένος, όπου απαιτούσαν οι συνθήκες. Πολύ προσιτός.
προδιέθεσε σοβαρά για το τι πρόκειται ν΄ακολουθήσει. Ανέδειξε δυναμικά την υποβλητική ατμόσφαιρα του Τσεχωφικού θεάτρου.
Ιδιαίτερος και ο φωτισμός του Κωνσταντίνου Χατζή. Στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης τα φώτα διαχέονταν σε όλο το χώρο (όχι μόνο της σκηνής, αλλά και των θεατών). Προσωπικά, μου έδινε την εντύπωση σιωπηρής συμμετοχής στην πλοκή του έργου. Όσο για τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, για άλλη μια φορά προσέγγισε το θέμα της με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο. Ήταν απολύτως κατάλληλα για τη συγκεκριμένη απόδοση του έργου. Δε θα επιθυμούσα τίποτα διαφορετικό!
Πραγματικά, ήταν μια πολύ ωραία στημένη παράσταση, που αξίζει να δείτε. Άλλωστε, “Ο Γλάρος” είναι πάντα πολύτιμος για τα μάτια μας και την ψυχή μας!
Της Βικτώριας Πέππα, 21/5/18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου