Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Η Άποψή μας για την παράσταση “Η Ζωή μου στην Τέχνη”, του Andrew Cowie σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά, στο Θέατρο “104”.

Βαθιά επηρεασμένος από τους μεγάλους δραματουργούς που μεταφράζει, όπως ο Τσέχωφ, ο Στρίνμπεργκ κι ο Σίλερ, ο Κάουι (Βρεττανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας, με θεατρική εκπαίδευση και παιδεία), μεταφέρει με το έργο του στη σύγχρονη εποχή διαχρονικές ανθρώπινες αναζητήσεις.  Με μία όμως - ξεκάθαρα - πιο παιχνιδιάρικη διάθεση, αποβάλλοντας τους στείρους προβληματισμούς και διεκδικώντας ένα αξιόλογο μερίδιο συναισθηματικής εκτόνωσης και ψυχαγωγίας.

Τρεις νέοι άνθρωποι συναντιούνται σκηνικά για τις πρόβες ενός θεατρικού έργου.  Το φαιδρό στην υπόθεση είναι ότι υπάρχει αναμφισβήτητα ερωτικό ενδιαφέρον μεταξύ και των τριών, χωρίς όμως σαφή διαχωρισμό και – το κυριότερο – χωρίς ανταπόκριση, αφού δε συμπίπτουν οι σεξουαλικές προτιμήσεις τους...  Προσπαθούν να συνταιριάξουν την παρουσία τους για το καλό της παράστασης και της τέχνης, όμως τα αντικρουόμενα συναισθήματά τους δεν βοηθούν και πολύ την εξέλιξη του έργου...

Ένας σκηνοθέτης ο Γκράχαμ (Βαγγέλης Σαλευρής) προσπαθεί να συμβιβάσει και να εναρμονίσει τους δύο ανερχόμενους μη έμπειρους ηθοποιούς, τη Ρεβέκκα (Φιόνα Γεωργιάδη) και τον Στίβεν (Δημήτρη Γκοτσόπουλο).  Στην προσπάθειά του αυτή, αντιμετωπίζει τους ενδοιασμούς και τις ανασφάλειές τους, δημιουργώντας όμως παράλληλα και καινούργια ερωτηματικά, απλά και μόνο με την παρουσία του και τη συμμετοχή του σ΄αυτό το καθόλα αταίριαστο τρίγωνο.  Η παράσταση μας μεταφέρει το μέγεθος της ψεύτικης πραγματικότητας (που όλοι βιώνουμε παρακολουθώντας θέατρο ή κάποια άλλη μορφή τέχνης) και το αποτέλεσμα αντικατοπτρίζει πλήρως τις διαδικασίες μετάβασης και επαναφοράς στην πραγματικότητα κι αυτό είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον σημείο!

Ειλικρινά, εξαιρετικοί στους ρόλους τους οι τρεις πρωταγωνιστές.  Ο Βαγγέλης Σαλευρής, στο ρόλο του σκηνοθέτη Γκράχαμ, έχει αντιληφθεί απόλυτα τις δυσκολίες του ρόλου και ανταποκρίνεται με πλήρη επίγνωση σε μία γνώριμη μεν κατάσταση, αλλά στον αντίποδα των θέσεων-ρόλων που βιώνει στην πραγματική του ζωή.  Δε χάνει την αισιοδοξία του κι αντιμετωπίζει τις τεχνικές αντιξοότητες με περισσή ελπίδα και θετική στάση.  Η Φιόνα Γεωργιάδη, με το διαυγές βλέμμα, στο ρόλο της ώριμης - και ξέρει τί θέλει από τη ζωή – ελκυστικότατης Ρεβέκκας, προσπαθεί να ισορροπήσει τη συγγραφική υπερβολή στη φαινομενική ανωριμότητα των ανδρικών ρόλων και τη σοβαρότητα των συνεπειών, όταν στην επαγγελματική ζωή εμπλέκονται οι προσωπικές υποθέσεις.  Κι αυτό διαπιστώνεται ότι το καταφέρνει με πολύ κέφι κι έκδηλο ενθουσιασμό, αλλά και περισσή ευπρέπεια, δείγμα καταφανώς του χαρακτήρα της.  Τέλος, ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, στο ρόλο του “παιχνιδιάρη” Στίβεν, είναι μια ευχάριστη έκπληξη.  Πολύ συμπαθητικός, προσέγγισε το ρόλο του με μία γλυκύτητα και ίσως αδεξιότητα ή αθωότητα κι ένα ανέμελο χαμόγελο, που ήταν μη αναμενόμενα σε σχέση πάντα με την πρώτη εντύπωση που δίνει η εξωτερική του εμφάνιση.  Και με μία αστειότητα (σκηνοθετική οδηγία προφανώς), αποφεύγοντας πιθανές ανεξέλεγκτες δραματικές διαστάσεις...

Οι ζωές των τριών τους μπερδεύονται με την τέχνη τους και γενικά μεταξύ τους.  Με πολλά κωμικά στοιχεία, που είναι και η μεγάλη επιτυχία της παράστασης.  Χωρίς βωμολοχίες και άκομψες χειρονομίες, χωρίς φωνές και πάντα με λεπτό χιούμορ, το έργο του Κάουι αποδομείται τελείως στα χέρια του Θοδωρή Βουρνά, επανασυναρμολογείται και γίνεται πλέον σοβαρό εργαλείο στο παιχνίδι των εντυπώσεων.

Εξαιρετική η μετάφραση της Κατερίνας Βαϊμάκη.  Πάνω στην Ελληνική καθομιλουμένη.  Δεν μπήκε στην εμμένουσα και σχεδόν εμμονική διαδικασία της σαχλής μετάφρασης επιφωνημάτων και λοιπών άκλιτων μερών του λόγου της Αγγλικής γλώσσας.  Κι αν  κρίνω από τα έργα που ανεβάζει, ο Βουρνάς δεν επιλέγει τυχαία τους συνεργάτες του στο θέμα μετάφρασης.

Εκτιμώ που ο Βουρνάς ασχολείται με σύγχρονα έργα ή κλασικά με μια πιο μοντέρνα απόδοση.  Είναι η δεύτερη φορά που καταπιάνεται με το έργο του Κάουι και προφανώς αυτή τη φορά ένοιωσε πιο υπεύθυνος, πιο συνετός και πιο ολοκληρωμένος για να αντιμετωπίσει τέτοια πρόκληση.  Και η τελική αποτίμηση είναι πάντα θετικότατη, αποδεικνύοντας πόσο αποτελεσματικός σκηνοθέτης είναι.

Μην μπερδευτείτε! Δε φαίνεται να υπάρχει κάποια επιρροή από το έργο-αυτοβιογραφία του Ρώσου ηθοποιού και θεατρικού σκηνοθέτη Κονσταντίν Στανισλάφσκι.  Ή μήπως όχι;  Ίσως κάπου πολύ βαθιά στον ψυχισμό και τα βιώματα των συγγραφέων τους...

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στον παρακάτω σύνδεσμο:  http://quintatheater.blogspot.com/2019/01/104_27.html#more

Της Βικτώριας Πέππα, 27/2/19

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου